27.8.06

With All Adrenaline Pumping - Vol. III

Η αγαπημένη του διάθεση ήταν εκείνη του λουλακί χρώματος, που είναι η διάθεση των αγγέλων όταν όλος ο κόσμος κοιμάται βαθειά.» H. Miller

Είχε πια ξημερώσει Σάββατο. Καθόταν μπροστά στο παράθυρο της μικρής κουζίνας, μακρύ μακώ - σοσόνια. Η κούπα με τον καφέ είχε κρυώσει, αλλά την κρατούσε ακόμη. Δεν έπινε, δεν κοίταζε, δεν ένιωθε. Τίποτα. Ολα μουδιασμένα από τον παρανοϊκό οδοντίατρο της Πολυκλινικής Χρόνου.... Βρέθηκε -χωρίς ραντεβού μάλιστα- στο οδοντιατρείο των Ασχετων Ψυχών.


Ο ψυχάκιας ντόκτορ την κάθισε κι απ’τ’ανοιχτό της στόμα είδε μέχρι την καρδιά της. Διάγνωση: πολλά σφραγίσματα («Αυτές οι σχέσεις πρέπει επιτέλους να πάψουν να δημιουργούν αποστήματα!»). Αρκετή ορθοδοντική δουλειά («Με δυό καλές εξαγωγές φρονιμήτη, θα είμαστε καλύτερα. Ειδικά τον αριστερό που φυτρώνει στραβά κι έχει μεγάλες ρίζες, πώς τον είπαμε? Βασίλη?»). Και σίγουρα σιδεράκια («ναι, στην ηλικία σας δεν είναι τόσο συνηθισμένο, όμως πιστέψτε με, ζόρι να ευθυγραμμίζεις πληγές, αλλά φτιάχνεις ωραία βιτρίνα...»).


Και κάπως, ο ψυχάκιας του Χρόνου την είχε αρχίσει στις ξυλοκαίνες κι όλα μουδιασμένα. Ερωτά μου, χτες με είχες και μ’έλιωνες... Το πρόσωπό του, η ανάσα του, το σφίξιμό του. Πόσο τον ήθελε... Κι ερωτηματικά, καλαματιανό μαντήλι στο κεφάλι της. Πώς εμφανίστηκε πάλι χτες στο club? Τι έκανε τόσο καιρό? Πού γύρναγε κι έμπλεξε? Τι θέλει? Μ’αγαπάει? Μ’αγάπησε? Θα μ’αγαπήσει ή μια απ’τα ίδια? Μείνε ρε πούστη μου, μείνε να πάρει!

Εκεί, συναισθήματα ξεγλυστρούσαν απ’το παλιό ξεραμένο πηγάδι. Εβγαζαν κεφάλι, κουλουριάζονταν και φώλιαζαν. Ξυπνούσαν πόθους και πόνους, αλλά μόνο περιγράφοντας. Οχι δείχνοντας κυνόδοντες, δεν ούρλιαζαν ακόμα. Το περίγραμμά τους ήταν σίγουρα εκεί, αλλά το μέσα όλο ένα μυρμήγκιασμα Ηξερε τι θύελλα κουφόβραζε. Δεν ήθελε να ξεσπάσει, μα δε μπορούσε να την αποφύγει κιόλας.

Το μόνο που ήθελε ήταν να μην ξανακυλήσει. Να μην της ξαναπηδήξει τη ζωή με το εγώ του. Ηταν όμως δυνατόν? Πώς μπορούσε ν’αντισταθεί σ’αυτή τη μαύρη τρύπα που τράβαγε βελούδινα... Σαν βαθύ, γλυκό κόψιμο στην καρωτίδα από ξυράφι. Δεν το νιώθεις («Κόπηκα? Μα πού, πώς?!»). Μόνο που το αίμα βγάζει πήδακα και ξέρεις ότι you fucked it!

Ενα φίλι του όμως πώς θα σφράγιζε την ξυραφιά και τη ζωή της με τη μία...


Ανέβαινε ο ήλιος, εκείνη εκεί. Στρατιωτάκι αμίλητο, αγέλαστο, ακούνητο. Από μέσα σε λίγο θα ξυπνούσε ο Ιμπυ. Ο συγκάτοικος. Ο ανέλπιστος φίλος. Η αδερφή ψυχή, που ώρες-ώρες της έμοιαζε τόσο που νόμιζε ότι ήταν το ίδιο. Κι ας ήταν αλλιώτικοι σε ό,τι αγγίζει το χέρι. Την τρόμαζε αυτό, αλλά και την ανακούφιζε, μια που τώρα θα καταλάβαινε αμεσως τι παίχτηκε χωρίς πολλά-πολλά.

Καθόταν και περίμενε, μήπως με το που ξύπναγε θα της έλεγε κάτι μαγικό, που δεν το είχε σκεφτεί πριν, να έρθουν όλα στη θέση τους. Δεν είχε κοιμηθεί καθόλου. Τρομακτική υπερένταση. Με το που γύρισε σπίτι, κατευθείαν μπάνιο, να ξεπλύνει τα πάντα από πάνω της, ακόμη κι εκείνον. Ηταν πολλά για μια νύχτα. Μετά όλα τα ρούχα πλύσιμο στο χέρι (και το μακώ που της χάρισε... μπα, αποκλείεται να την είχε στριμώξει στο δωματιάκι, ήταν πολύ ωραίο για να ήταν αληθινό). Απλωμα, λίγο συμμάζεμα, να δει και κάτι μελανιές που έκανε μέσα σ’όλο το χαμό. Ευτυχώς τίποτα σοβαρό. Ολα μηχανικά, σα να αυτοκουρδίζεται γι’ακόμη ένα συνηθισμένο Σαββατοκύριακο. Ελα όμως που δεν. Καθόλου δεν.

Ολη την ώρα φλασιές απ'όταν έκαναν έρωτα. Και το πώς έμεναν με τα μάτια ανοιχτά μέχρι την τελική ευθεία και οι δύο. Ολα με το βλέμμα. Που ζύγιζε κάθε φορά και παραπάνω. Σα μαγικό ήταν, άκουγε τα λογια του στ'αυτιά της "I'll reach places inside you no other man ever will"...


Τι περίεργο, πριν λίγες ώρες η προοπτική ήταν να κάτσουν με την Τάνια και να αναλύσουν τα πάντα, να γελάσουν (να κλάψει ίσως λίγο απ’τη θύμησή του) και να καταστρώσουν σχέδιο. Με δέκα εφεδρικά σενάρια. Τώρα όμως δεν ήξερε από πού της ήρθε. Ο Βασίλης, η Τάνια, η νύχτα ολόκληρη. Εμεινε και χωρίς δουλειά – δε θα τολμούσε να ξαναπάει το βράδυ φυσικά για τα χορευτικά. Και που της χρώσταγαν λεφτά, άσε. Βρώμαγε μπαρούτι. Ολα δηλαδή, όχι μόνο η δουλειά.


«Επ, πριγκήπισσα? Τι κάνει η κουκλάρα μου?» μπήκε στην κουζίνα ο Ιμπυ. «Να σου φτιάξω ένα καφέ? Για να δω, πωπω, αυτός είναι παγάκι, πέτα τον και θα σου κάνω άλλον! Εχω κέφι να σας φτιάξω english breakfast σήμερα!». Σας? Ποιούς «σας»? Κατάλαβα, είχε φέρει παρέα στο σπίτι, μάλλον από την ομάδα χορού πάλι. Κάτι σώματα... Κάτι κατατομές, λες και τρεφόντουσαν με πάχνη και γυάλιζαν από μέσα... Αλεξι-ξαγρύπνιας δέρματα σαν ριζόχαρτο. Κι όλη η αύρα τους να έχει μόνιμο αχνάρι πούδρας θεάτρου που διαχέει το φως... «Δε μιλάς? Κάτσε να σε περιποιηθώ εγώ, σε λίγο θα ξυπνήσει και ο Αντίνορος και θα πεινάει».


Χαμογέλασε. «Ιμπάκο την προηγούμενη μόλις εβδομάδα δεν ήταν κορίτσι?» «Ε, για να θυμηθώ, ναι, η Νόρα, λοιπόν?». Και γέλασαν και οι δύο. «Αφού το ξέρεις ρε πριγκήπισσα, είμαι σαν τα μωρά στο ζαχαροπλαστείο, όλα μου γυαλίζουν!» «Ναι, αλλά σου κάθονται κιόλας, εμένα πού τέτοια τύχη, στον προθάλαμο εμπλοκή». Μια φιλία για δύο, που αυτή τη στιγμή η ζυγαριά είχε δώσει όλο το πανγαμήσι στον έναν και είχε αφήσει την άλλη ταπί.


Την πλησίασε, την αγκάλιασε τρυφερά. Την λαχταρούσε αυτή την αγκαλιά («Ωωω, όλα καλά, όλα καλά»). Την πόνεσε αυτή η αγκαλιά («Κράτα με, είσαι ο μόνος που έχω. Ο άλλος δεν θα... Να δεις που δεν θα...»). Μέσα σε δέκα λεπτά του τά’χε πει όλα. Δε χρειαζόντουσαν περισσότερα, αφού την ήξερε καλά. Την κοίταζε με τόση προσήλωση που εκείνη κάποια στιγμή σταμάτησε να μιλάει και κατέβασε τα μάτια.


«Δε συνεχίζω... κατάλαβες. Είμαι με την υπόσχεση ότι θα περάσει λέει το πρωί. Ποιό πρωί, κοντεύει μεσημέρι πια. Και μου τη δίνει να μ’ακούς εσύ και να μ’αγαπάς... Αντί να μ’έχει τώρα εκείνος στο κρεβάτι, και να με τραβάει συνέχεια πίσω, έτσι και κάνω να φύγω...» «Πονάς μωρέ, το ξέρω, αλλά έλα τώρα να δούμε τι θα κάνουμε. Δεν θα του περάσει. Δεν θ’αφήσω να σε ξαναπληγώσει. Θυμάσαι τι τράβηξες την προηγούμενη φορά...?»

«Θυμάμαι (βούρκωσε). Και δεν έπρεπε να του μιλήσω καν, έπρεπε να του γυρίσω την πλάτη και να φύγω, να εξαφανιστώ. Καθόμουν σαν ηλίθια, με τρελλαίνει που με το που τον βλέπω, το μυαλό μου σταματά να λειτουργεί. Μόνο το πώς θα τον κρατήσω λίγο παραπάνω σκέφτομαι, και τίποτ’άλλο...» «Ετσι είναι ο έρωτας μάτια μου, για όσο είναι. Εσύ στα σκουπίδια και στη σκηνή ο Αλλος. Σόλο και αυτοσχεδιασμός στην πλάτη σου... Ελα, μην κλαις, έχεις εμένα τώρα. Θα το περάσουμε μαζί. Μισό λεπτό να πω στον Αντίνορο κάτι, κι έρχομαι, θα σε βγάλω έξω.»



Νά’σαι καλά Ιμπυ. Τέτοιες στιγμές σε σταυροδρόμια, δεν βγαίνει χωρίς παρέα. Οχι ότι μπορεί κανείς να σου ζεστάνει μέσα-μέσα την παγωμάρα, αλλά είσαι λιγότερο μόνος. Από μέσα άκουσε νυσταγμένους θορύβους. Απόηχους νύχτας ακοίμητης για καλό σκοπό, χορτάτης. Ντράπηκε που για τα ρεζιλίκια της θα στερούσε τώρα το πρωϊνό-μαζί από τους δυό τους. Αλλά εκείνοι είχαν και «συνεχίζεται». «Να δούμε εγώ πώς θα το παίξω – τι να παίξω δηλαδή...», μονολογούσε καθώς ντυνόταν ανόρεχτα. Νερό, διπλό παυσίπονο. Δε τη βάραινε η ξαγρύπνια, αλλά... Now what? Και δεν την ένιαζε καν που θα εξαφανιζόταν από το σπίτι. Αν ήθελε ο άλλος, ας είχε φροντίσει να φανεί ή να πάρει κάνα τηλέφωνο. Δεν υπάρχει δικαιολογία. Οταν ο άντρας θέλει, όλα τα μπορεί κι όλα τα κάνει. Δεν κολώνει σ’ένα τηλέφωνο τώρα...

Ευτυχώς ο Ιμπυ ήταν από αυτούς τους θησαυρούς, τους «στηρίξου» Που βέβαια για να μην σου κάνει εντελώς τη χάρη η ζωή, δεν στους δίνει ολόκληρους: ήταν ο άνθρωπος που δεν δίσταζε να τα κάνει λίμπα για να προστατέψει φίλο, να κάτσει μέχρι σπασίματος νεύρων να ερευνήσει κατάσταση, να γιατροπορέψει με αυταπάρνηση. Ποτέ με το ζόρι όμως, ούτε πάρσιμο ούτε προσφορά. Ποτέ βιασμό ψυχής. Ανάστημα. Πάντα. Αυτό που αποζητούσε στη μια σχέση. Οχι γιατί ήταν χρήσιμος, αλλά γιατί ήταν ξεκάθαρος και γενναίος. Αχ ρε Ιμπάκο...


Πόσες φορές δεν είχε τσιμπηθεί μαζί του! Κινήσεις του, γκριμάτσες, το πώς μιλούσε, το πώς γελούσε... Τι καλά που θα ήταν να τά’φτιαχναν και να ησύχαζε. Μπορούσε να τον ερωτευτεί τρελλά. Ελα όμως που ακόμη και τις μαγικές εκείνες στιγμούλες που η ροή πάταγε pause, κάποιος από τους δυό τους έκανε λίγο πίσω. Κι έμπαιναν τελικά άλλοι στη μέση. Ν’άξιζε τον κόπο ο Βασίλης τουλάχιστον, νά’λεγε χαλάλι. Αλλά πού – γαμώ την τύχη μου την χορεύτρια!


«Καλά ρε Ιμπυ, πού το βρήκες πάλι το smart-άκι? Δώρο?» «Εμ, έχουμε και τα τυχερά μας! Μπες μέσα, σού’χω κάνει πρόγραμμα: καφέ Βουλιαγμένη, μαγαζιά Γλυφάδα, τσιμπολόγημα Ζάχος, Πλανητάριο και μετά σινεμά. Μέχρι το βράδυ θα είσαι άλλος άνθρωπος!» «Καλά, εμείς εδώ... just a perfect day, ο δικός σου ο κακομοίρης, που τον άφησες έτσι στην ψύχρα?» «Σιγά μη θέλει να του κρατάω και το χεράκι! Παντρεμένος άνθρωπος τώρα...» «Μη μου πεις!» «Οχι, δε σου λέω. Μου τό’σκασε τώρα το πρωί, λες και δεν το κατάλαβα. Μες τον πανικό ξέχασε λέει να το αναφέρει...» «Ωχ, η γυναίκα του το ξέρει?» «Και φυσικά, υπάρχει γυναίκα που να μην ξέρει? Το πρόβλημα ήταν που δεν το ήξερε αυτός!» «Και τώρα τό’μαθε, ε?». Γέλια. Αστειάκια. Παρένθεση σύνδεσης στα μετέωρα όλα της.

Στον καφέ ήταν σα ζόμπι, δεν άντεχε το φως καθόλου. Είχε ξεσυνηθίσει να κυκλοφορεί μέρα. Από το πρωί σ’ενα γραφείο, σαββατοκύριακα γυρνούσε απ’το κλαμπ πολύ αργά και κοιμόταν ως το απόγευμα. Βρήκαν και παρέα («Πού χάθηκες ρε κορίτσι?» Ελα μου ντε...), χαζολόγησαν, ξαναπήραν καφέδες, ξεκούρδισμα κανονικό. Αλλά εκείνης το μυαλό αλλού. Δεν μπορούσαν να την καταλάβουν. Αρχισε να την ενοχλεί όλος ο κόσμος που βολτάριζε. Αν δε μπορούσε να τους μιλήσει για το πρόβλημά της, δεν την ενδιέφεραν καν. Ηθελε να φύγουν. Ο έρωτάς της πολυτραυματίας με σωληνάκια στην εντατική, κι απ’έξω απ’το θάλαμο ντελίβερυ σουβλάκια...


Ψώνια δεν άντεξε. Ολα της φαίνονταν ματαιότης ματαιοτήτων, αλλά έκανε υπομονή. Τι άλλο είχε για να κάνει? Ο Ιμπυ ήθελε να πάρει ένα πουκάμισο. Στο τέλος πήραν κάτι δωράκια για τ’ανήψια της και κατέληξαν να χαζεύουν κινητά. Μέχρι που συνειδητοποίησε ότι δεν προλάβαινε να δώσει το νούμερο της στον Βασίλη, και της κόπηκε η διάθεση αμέσως. «Δεν πειράζει κουκλάρα μου, ένα τηλέφωνο λιγότερο για να ΜΗΝ σε παίρνει και κλαις...» την αγκάλιασε πάλι ο Ιμπυ. «Πάμε, θ’αρχίσει το Πλανητάριο!».

Μια μέρα πριν, όλα ήταν οκ. Μια μέρα μετά, όλα στον αέρα. Απίστευτο! Οσο και να τον έπιανε τον αγιάτρευτο και να τον φίλαγε (αν γκρέμιζε κάνας φούρνος και τον ξανάβλεπε δηλαδή), πρίγκηπας δεν θα γινόταν. Υπόλογος στον λαό του. Στο μόνο τόσο πιστό λαό του, εκείνη. Τζάμπα θα ξόδευε τα φιλιά της, θα ενοχλούσε και τον βάτραχο.


Μες την αίθουσα με τον εντυπωσιακό θόλο, ένιωσε για λίγο να ξεφεύγει. Της ήρθαν εικόνες από τους γονείς της, που την πήγαιναν μια φορά το χρόνο να βλέπει την παράσταση με τ’αστέρια και τους γαλαξίες (πάντα η ίδια ήταν?!). Συγκινήθηκε. Εσβησαν τα φώτα κι ήθελε να ξαναγυρίσει στο χωριό, να τρυπώσει στο παλιό της το δωμάτιο και να τα ξανακάνει όλα από την αρχή. Αυτή η πόλη ηταν άγρια. Δεν θα της παραδινόταν για χάδια στην κοιλιά ποτέ. Πόσο στραβά τα είχε κάνει όλα. Πώς θα τα διόρθωνε τώρα?! Ειδικά το να μην την επηρρεάζει τόσο ένας άνθρωπος που την έλουζε μ’αγάπη, και μετά της έστελνε πόνο φορτωτική στην πόρτα της...


Ταινία με δυό γυναίκες σπηλαιολόγους, «Ταξίδι στα σπήλαια του κόσμου, στις πλαγιές χαραδρών, στους παγετώνες και τα τροπικά δάση του Μεξικού. Ανακαλύπτοντας ζωντανούς μικροοργανισμούς ακόμη και στα πιο αφιλόξενα μέρη: τα ακρεόφιλα. Επιμένουν σε ακραίες συνθήκες. Η ζωή συνεχίζεται αρκεί να βρει να πιαστεί από κάπου». Μες το σκοτάδι έψαξε το χέρι του Ιμπυ. Να βρει να πιαστεί από κάπου.

Βγήκαν κι ήταν ακόμη μέρα. Είχε αρχίσει να ρετάρει, αλλά το φιλμάκι είχε πάει πολύ βαθιά. Κλονίστηκε. «Κοίτα αποστολή οι τύπισσες, έχουν αφήσει σπίτι κι οικογένειες, κι εγώ κολλάω στο μαλάκα...» «Ετσι είναι μανάρι μου, εσύ είσαι φτιαγμένη για μεγάλα πράγματα!» κι έσκασαν πάλι στα γέλια. Φαί δεν έπαιζε, κανείς τους δεν πεινούσε. Τα γκομενικά κόβουν την όρεξη όταν στραβώσουν άσχημα. «Πάμε καπάκι σινεμά?» «Και δε πάμε?!». Ξημέρωσε χωρίς ξυπνητήρια, μεσημέριαζε χωρίς deadlines. Κι αντί να είναι χαλαρή, στην τσίτα όλο και περισσότερο. Υπάρχει κάτι που να σε ηρεμεί όσο περιμένεις την λατρεία σου να σε βγάλει δήμαρχο, απ’τον πρώτο γύρο κιόλας?


Στο cine-zuper-plex ξεχάστηκε για λίγο. Ευτυχώς. Ταινία δράσης (τι, καμμιά ρομαντική, να κλαίει ποτάμια?). Κυβερνήσεις, μυστικά, βιομηχανικοί χώροι, καπάκι σκληρές γκόμενες. Χαρτοφύλακες, ντρόγκες, ξεκάρφωμα παραλίες. Καταιγιστικά εφέ, σε σημείο κορεσμού. «Πόσα αυτοκίνητα και με πόσους συνδυασμούς ανατίναξε ο χριστιανός, για να δικαιολογήσει το budget του στους παραγωγούς?» «Χαχα, όλο τέτοια κοιτάτε εσείς οι γυναίκες, δεν βλέπετε την απλή ποίηση μιας γκαζοσκοτώστρας, το μυαλό πάντα στο πρακτικό, το «μετά», το happily ever-after. «Δεν έχεις άδικο... Αυτή την άγκυρα πού να τη ρίξω?» (στο κεφάλι του δυνάστη της... Κι άλλη μία στο κεφάλι της Τάνιας. Αλλά η προδοσία της κολλητής είναι τρίχες μπροστά στο κάψιμο απ’τον γκόμενο...).

Πριν το διάλειμμα βγήκε έξω να ξεμουδιάσουν τα πόδια της. Και για τσιγάρο. Ξέχασε πως το είχε κόψει, κι απλώς χάζεψε λίγο τα ποστερς. Να σπρώξει την ώρα την αξεκούνητη Θεούλη μου! Πήρε μεγάλα ποπκορν και κόκα-κόλες απ΄το άδειο φουαγιέ και ξανά μέσα. Να επιστρέφεις σε κάθισμα που περισσεύουν ανδρικοί ώμοι, κάτι ήταν κι αυτό...


Σιγά-σιγά πήραν τον δρόμο της επιστροφής. Ανόρεχτα. Με τι κέφι να γυρίσεις όταν δεν σε περιμένει κανείς. Κι όταν κάνενα απ’τα παχύδερμα τα προβλήματα που σε βασανίζουν, δεν έχει γυρίσει καν πλευρό. Ο νους όμως χρειάζεται και λίγο κούρνιασμα, να καταλαγιάσει η ναυτία του απ’την πίκρα. Τουλάχιστον θα χωνόταν στο κρεβάτι της, να κοιμηθεί να μην σκέφτεται. Αν γινόταν θα τραβούσε τη μπρίζα της μέχρι να ξανάρθει ο Βασίλης. Τότε ναι, στις επάλξεις. Αλλά μέχρι τότε...

«Κανόνισα να βγω το βράδυ, άμα θέλεις έλα κι εσύ, θα είμαστε μεγάλη παρέα.» «Οχι, ευχαριστώ... θα κάτσω να κλάψω τη μοίρα μου... να δω τι θα κάνω αν έρθει, τι θα κάνω κι άμα δεν έρθει...»


«Καλά, εμείς θα είμαστε Γκάζι, θα μου πεις να έρθω να σε πάρω... Κοίτα όμως, η σχέση είναι σαν την σκηνή: η χορογραφία είναι συγκεκριμένη, αλλά υπάρχουν τόσοι πολλοί τρόποι να την χορέψεις, όσοι και οι χορευτές. Αλλος σου κάνει ζετέ κι ίσα που ξεκολλάει το πόδι μισό μέτρο απ΄το σανίδι, και σ’άλλον πρέπει να βάζεις δίχτυ γύρω-γύρω, μη και σου πετάξει και σου φύγει... Ο δικός σου αν είναι μάγκας θά’ρθει, κι εγώ κουμπάρος.

Εσύ τώρα αν είσαι μάγκας, όταν έρθει, τον σουτάρεις καλού - κακού. Η αγάπη ρε συ δεν κρύβεται. Κι άμα μπορεί να κάνει μακριά σου, δε μας κάνει!». Τη σκέπασε με το σεντόνι, της έκλεισε τα παντζούρια, φιλί και αντίο για την ώρα.

Τα καλά κορίτσια κοιμούνται τώρα. Beauty sleep is in order. Ναι, αμέ... Το μυαλό της πήγαινε να τρελλαθεί. Κι η καρδιά της να πάρει τα όρη τα βουνά. Πού στο διάβολο ήταν, τι έγινε? Πότε θα ρχόταν? Αφού το είπε καθαρά, «θά’ρθω, θα σου φτιάξω πρωϊνό». Πότε ρε γαμώτο, τα Χριστούγεννα?... Ηταν μια καλή στιγμή να τα παίξει εντελώς. Και για πολύ. We’re never gonna survive unless we get a little crazy…


Volume III, με volumes I & II στο κάτω μέρος της σελίδας