23.12.06

Bara, a Very Merry Christmas!

«Μπάρα», Κολωνάκι.

Σχεδόν Χριστούγεννα. Κάποια ωραία χρόνια πριν... Το μαγαζί τίγκα, ξέφρενη μουσική, αίσθηση παρέας. Aσφυκτικά καπνισμένο όλο, αν έπιαναν τα μάτια την αύρα θα φαινόντουσαν όλα τα σώματα σαν πολτεργκάιστ, να πάλλονται στο ρυθμό της μουσικής. Ηλίθια προσμονή, χαζοχαρούμενη διάθεση, γελάκια σκόρπια προς πάσα κατεύθυνση. Σώματα που σπρώχνουν αλλά τα καλοδέχεσαι, μια μεγάλη παρέα είπαμε...

Οι υπόλοιποι φίλοι τους τελικά την έκαναν για μεγάλη πίστα, κι οι δυό τους δεν είχαν καμμία όρεξη να κάνουν ρεβεγιόν με γαρύφαλλα, μπουζούκια, κλαρίνα και καρακιτσαριό. Δεν θα ήταν η πρώτη φορά που θα συνέχιζαν μόνοι τους. Εκαναν τόσο καλή παρέα που περνούσαν υπέροχα έτσι ή αλλιώς – σα δυο καλοί φίλοι, που ούτε που θυμόταν κανείς τους πώς είχε αρχίσει η γνωριμία τους. Εκείνος μάλλον γούσταρε την κολλητή της ή κάτι τέτοιο...

Ο τύπος, το στυλ του παιχταρά. Χωρίς να προσπαθήσει πολύ, πάντα χωρίς γκόμενα-μπροστάντζα. Αλλά δε μπορεί, πηδούσε, το χορτάτο δεν κρύβεται. Ομιλητικός (ως συνήθως), κουρασμένος (ως συνήθως), σφιγμένος (πώς κι έτσι?), την πιάνει από το χέρι μέχρι να φτάσουν στη μπάρα να πάρουν τα ποτά τους. Αλλιώς θα χωρίζονταν με τόσο κόσμο και λαό τριγύρω...

Η τύπισσα κλασσική «φτασμένη», σπασαρχίδω στην άνεσή της να κινείται μέσα-έξω σε σχέσεις και καρδιές, δυό –δύο οι της μπροστάντζας. Χαρούμενη (ως συνήθως), ανυποψίαστη (καλά, όσο γι’αυτό!), ανυπόμονη να πιούνε τα ποτάκια τους και να συνεχίσουν το bar-hopping. Να προλάβαινε να του πει και για την καινούρια υποψήφια που του φύλαγε, δε μπορεί, κάποια στιγμή θα έπιανε κάποιο από τα προξενιά της. Τόσον καιρό μόνος του, δε λέει.


Αδύνατον να μπορέσουν να μιλήσουν, αλλά όλη η πλάκα στην προσπάθεια. Να γκαρίζεις στο αυτί του άλλου μπας και ακουστείς, με όλο τον θόρυβο της μουσικής να σε ξεκουφαίνει. Και δως του να προσπαθούν, εκείνος να της μιλάει για το ότι κόβει πλέον την αναβολή του και βαριέται θανάσιμα να τον πάρουνε φαντάρο στην ηλικία του («Τι θα κάνω με όλους τους πιτσιρικάδες εκεί μέσα? Ασε που δεν με βλέπω να έρχομαι κολυμπώντας...»). Κι εκείνη για τα καλά της φιλενάδας της, που προσπαθούσε να τους τα φτιάξει αλλά εκείνος μονίμως ήταν σε «άλλη φάση», ανεξιχνίαστη. Φίλοι-φίλοι, μα δεν της έλεγε και πότε τελικά ήταν ελεύθερος για σχέση, να μην γίνεται κι αυτή ρόμπα στις φίλες της...


Μόλις τελείωσαν τα ποτά τους, ανάθεμα κι αν είχαν σταματήσει να μιλάνε, ανάθεμα κι αν είχε ακούσει ο ένας μία ολόκληρη πρόταση του άλλου. «Πάμε?» του είπε, ευτυχώς το παλτό της το κρατούσε εκείνος, σκέφτηκε η κοπέλλα, κι έτσι δε θα έχαναν χρόνο να το ψάχνουν. «Πάμε Ψυρρή?» τη ρώτησε και της κράτησε το παλτό, να της το φορέσει. Εκείνη γύρισε την πλάτη της για να βάλει ένα-ένα τα μανίκια (με τον κόσμο να πληθαίνει καθε λεπτό γύρω τους και να τους σκουντάνε όλοι!).

Την ώρα που γύρισε ξανά μπροστά του, να συνεννοηθούν με το βλέμμα για το πώς θ’ανοίξουν δρόμο ανάμεσα στα... θηρία προς την έξοδο, εκείνος μηδένισε τους δέκα πόντους που τους χώριζαν, τύλιξε τα χέρια του -μέσα από το ανοιχτό παλτό- γύρω από τη μέση της και κολλώντας την επάνω του, τα μάτια του δυό ραφ γραμμές, την κοίταξε στο στόμα για δέκατα και την φίλησε με το βάρος του «μη εννοούμενου»: δεν εννοήθηκε ποτέ αυτή η κίνηση, δεν ήταν στο ρεπερτουάρ τους, δεν υφίστατο για εκείνους, πώς το λένε. Εκείνη σάστισε και σχεδόν ξέχασε τους... καλούς της τρόπους, ότι σ’ένα γλυκό στις προθέσεις φιλί, απαντούμε με κάποια στοιχειώδη θέρμη. Δεν έκλεισε καν τα μάτια της και κράτησε την ανάσα της, να δει μήπως ονειρεύεται και κάτι δεν πάει καλά...

«Εϊ, δεν το κατάλαβες ότι σε γουστάρω?» της είπε και τραβήχτηκε ίσα για να την κοιτάζει, να πάρει μιαν ανάσα το χαμόγελό του. «Μα μμμα, εμείς είμαστε φίλοι, είμασταν δηλαδή ακόμη –μα πώς? Αφού γουστάρεις την κολλητή μου-» (το σφίξιμο, σφίξιμο, το ένα χέρι προς πλάτη, το άλλο τυλιχτά μέση. Δε μπορούσε να κουνήσει ρούπι και να ήθελε). «Και μάλιστα η ίδια μου είχε πει όταν την ρώτησα για σένα για εκείνη τη φάση που-». Την έκοψε απότομα με ένα φιλί – ορισμό του: «ΣΚΑΣΕ! Μου εξήγησε...» που έχει πει ο ποιητής.

Κι αυτή τη φορά οι καλοί της τρόποι βγήκαν ευχαρίστως, αν μη τι άλλο τέτοια μπουμπουκόχειλα και στόμα που ρουφάει χωρίς να σαλιώνει δεν τα βρίσκεις κάθε μέρα! Στα είκοσι δευτερόλεπτα ήταν hooked. Ετσι όπως την έσφιγγε και πιεζόταν στη λεκάνη του, κατάλαβε και ότι την περίμενε μια πολλά υποσχόμενη βραδιά (οι αφές όταν οξύνονται λειτουργούν και μέσα από τα ρούχα, κι η πίεση μιλάει τόσο δυνατά που οφείλεις να υπακούσεις. Τέτοιες στιγμές το σώμα ξέρει καλύτερα).
Και ξανα φιλί, και ξανά φιλί, και ξανά-μανά φιλί, ούτε ξέρει πώς βρέθηκαν (μέσω ατελείωτων στάσεων σε σκαλοπάτια πολυκατοικιών) σπίτι του. Απόσταση των 5 λεπτών, την έκαναν σε πάνω από μισάωρο, μες το κρύο και το ψιλόχιονο. Χριστούγεννα τριγύρω κι ούτε μία λέξη ειπωμένη, ούτε μισή! Οι φύλακες της Βρεταννικής Πρεσβείας ευχήθηκαν καλό βόλι στον «mate!» αλλά τα πιτσούνια εκεί...

Το μόνο που διέκοπτε τα φιλιά ήταν γέλια, αυτά τα γέλια που μπαίνουν μπρος όταν αρχίζει το «εμείς» και προσέχουν τον άλλον σα μωρό. Γέλιο για να πεις: «Ουπς, λακούβα, πρόσεχε! – γέλιο και για «Ελα’δω, αυτοκίνητο!»...

Πώς ανέβηκαν σπίτι του, άλλο κενό μνήμης – ο χρόνος άρχισε να μετρά από τη στιγή που έκλεισε η πόρτα πίσω τους (κόντεψαν να κλείσουν τα δάχτυλά τους κιόλας!) κι άρχισαν τα ρούχα τους να φτιάχνουν χάρτη πρεμούρας στο πάτωμα. Οταν ξαφνικά νοιώθεις ότι τόσον καιρό είχες τέτοιον άνθρωπο δίπλα σου και ήσουν αλλού ξημερωμένος, με το που ξεκινά η φάση, δε μπορείς να τον γδύσεις αρκετά γρήγορα. Το μόνο που σε σώζει από αμηχανίες (μπλεγμένα καλσόν, κάλτσες που εκτοξεύονται στον πολυέλειο, σουτιέν που σκαλώνουν) είναι το ότι ο άλλος μες τη φιλία του, έχει περάσει τους μαννερισμούς του στο πετσί σου....


Ξημέρωμα. Ξύπνησε από τα γουργουρητά των περιστεριών στο μπαλκόνι του, γύρισε να τον κοιτάξει και τον λάτρεψε εκεί και τότε. Πέρα και πάνω από φιλίες και σχέσεις, αυτός ο άντρας της είχε μιλήσει. Θες από ένστικτο, θες που την άκουγε τόσον καιρό να βγάζει τα σώψυχά της για άλλους, θες από καψούρα... Εσκαζαν με δύναμη εικόνες κι αγκομαχητά κι αυτό το πάλεμα που δεν ήξερε ότι το φύλαγε για κείνην... WOW!

Σηκώθηκε, πάτησε τα βρακιά της, σκουντούφλησε κι έκανε του κόσμου τις χαζομάρες μην τον ξυπνήσει – και τώρα τι? Τον αγαπούσε σίγουρα! Και το κρεβάτι του ήταν θεϊκό! Πού το έκρυβε τόσον καιρό? Εμ, γι’αυτό και η έπαρση... Γι’αυτό και δε μάσαγε ποτέ στις πλάκες της. Δεν τον κομπλάριζε με τίποτα, πάντα της ξέφευγε, αλλά πριν τίποτα δεν είχε σημασία. Τώρα έπρεπε να κάτσει λίγο να τα συνδέσει. Ωωωωχ, κεφάλι - κουδούνι, έτσουζε από μέσα. Γρήγορα στην κολλητή για νηολόγιο... Του έγραψε ένα "Φοβερά Χριστούγεννα! Φοβερός εσύ..." στον καθρέφτη του μπάνιου με οδοντόκρεμα. Δεν είχε κραγιόν και το χαρτί-μολύβι δεν της έλεγε τίποτα σήμερα.


Η επόμενη φορά, στο μήνα πάνω, μια που ενδιάμεσα έπεσαν διάφορα προγραμματισμένα ταξίδια, τους βρήκε στο πατρικό της. Την βοηθούσε να μαζέψει κάποια πράγματα λέει, τα οποία έχασκαν αυτή τη στιγμή δεξιά & αριστερά. Από την ώρα που δρασκέλισε την πόρτα, ήταν ζήτημα δευτερολέπτων να ξεκινήσουν νέο γύρο, κι αυτή τη φορά με περισσότερη λαχτάρα, αφού ήξεραν ότι τα σώματα τους έβγαζαν φωτιές μαζί.

Τρία διαλείμματα, κεριά, μαντήλια, περισσότερη άνεση, περισσότερη περιέργεια. Και ως το ξημέρωμα ο ένας στον άλλον. Μέχρι που ξύπνησε εκείνη απ’το κουδούνι & σύρθηκε ν’ανοίξει. Η κολλητή θα ήταν, της είχε πει να περάσει την άλλη μέρα να της τα ξεράσει πάλι όλα, δεν είχε υπολογίσει όμως ότι ο άντρας στο δωμάτιό της θα έμενε μέχρι το πρωί. Της είχε πει πως έπρεπε να μπει μέσα, σκαστός ήταν... Ανοίγει την πόρτα, το σεντόνι τσαλακωμένο, να το κρατά με τα χέρια της, μη γλυστρίσει και φανεί η γενέθλια στολή.

Τζα! Στρατονομία! Η εμφάνισή της τους έφερε αμηχανία. «Ε, καλημέρα! Μπορεί ο, χμ, ναι, να επιστρέψει άμεσα? Δημιουργείται πρόβλημα." Και η δική μας, τέρας ψυχραιμίας, ψελλίζει ένα «Αμέσως, μισό...» και τους κλείνει την πόρτα στα μούτρα! Τρέχει να τον ξυπνήσει πανικόβλητη και μέσα της υπόσχεται ότι θα τον καρυδώσει για τη ντροπή...

Η άλλη επόμενη φορά τους ήταν κάμποσους μήνες αργότερα. Μόλις είχε φύγει ο αιώνιος γκόμενός της να πάει τον πατέρα του στο αεροδρόμιο. Ξημέρωνε ζεστή μέρα κι έκανε στα γρήγορα ένα ντουσάκι, να κοιμηθεί φρέσκια ως τη λήξη του σαββατοκύριακου. Πάνω που επιτέλους άπλωνε το εξαντλημένο της κορμί (ο γκόμενος είχε έρθει φορτωμένος...) διαγώνια στο δροσερό κρεβάτι, σαν επεκτατικό χρωμόσωμα, νά’σου κουδούνι από κάτω.


Φτου σου, πάααλι η κολλητή? Είχε χαλάσει κι η οθόνη, άνοιξε με χασμουρητό, κι ήταν πάλι εκείνος, σκαστός. Την άρπαξε και την πήρε στο σαλόνι με συνοπτικές διαδικασίες....

Παρ'όλη τη φόρα, της βρήκε και της περιποιήθηκε άλλη μία ερωτογενή ζώνη, που δεν ήξερε καν ότι υπήρχε. Την προηγούμενη φορά τους, ήταν όλη μια ζώνη. Απ'όπου και να την έπιανε, πέταγε φωτιές. Α, όσοι και να περάσουν από πάνω σου, αν δε σε ψάξουν, να σου βρουν κάποια κουμπιά που δεν τα ξέρεις ούτε ο ίδιος, είναι σα να μην πέρασαν. Εκείνος, ξετρέλλαμα σκέτο! Το επίπεδο τριγωνάκι χαμηλά στη μέση, εκεί που τελειώνει το καμπύλο αυλάκι της πλάτης και πριν ξεκινήσει το χάραγμα στα καπούλια, που είχε και δυό λακκάκια αριστερά & δεξιά απ’αυτό το τριγωνάκι... ε, αυτό. Ασύλληπτο!

«Τελικά έτσι είναι καλύτερα, μισοκοιμισμένη μου κάθεσαι πιο εύκολα, σε 'σπάω' σιγά-σιγά κοριτσάκι...» της είπε στα σφιχταγγαλιάσματα μετά, όσο εκείνη μετά βίας πλέον κρατούσε τα μάτια της ανοιχτά. «Ετσι λοιπόν, πρέπει να έρχομαι να σε πιάνω στον ύπνο, ε?» Και τη φίλησε με απωθημένα χρόνου. Τι να του πει, ότι όταν το κάνεις όλο το βράδυ, λογικό είναι να επέλθει μία κόπωσις στην πρωινή βάρδεια? Εστιψαν λίγο χυμό, πρωινό με τίποτε. Καλημερίστηκαν με φιλιά. Κι έριξαν κι ένα, με τα τζην, για το δρόμο. Λόγια δεν χρειάζονταν.

Οταν έφυγε εκείνος φουριόζος, έμεινε ακίνητη. Να μπορέσει να συλλάβει αυτό που έγινε... Χρόνια αυστηρής ηθικής, και σε ένα ξημέρωμα, πουφ! Εξανεμίστηκαν! Σύρθηκε στο τηλέφωνο να πάρει την κολλητή – κάτι τέτοια όμορφα και παλαβά παίρνουν σάρκα και οστά μόνον την ώρα που τα εξομολογείσαι στη φίλη σου. Για τον κοινό σας φίλο κιόλας! Τι γέλιο! Και τι έρωτας μαζί, ο τελευταίος σβήνει την κάψα του προηγούμενου κι αφήνει τη δικιά του. Τι καθόταν ακόμη στον πρώην? Πωπω, έγινε ήδη πρώην, μέσα σε λίγην ώρα... Πραξικόπημα. Pure and simple. Σαν παιδικό παραμυθάκι...

Δεν το κυνήγησε, δεν το διάλεξε, μα της ήρθε signed, sealed and delivered. Να μην το παραλάβει? Αγένεια!

Τι μαγική αίσθηση, να κλείνεις τα μάτια και να είναι οι τελευταία ώρα που έκανες έρωτα με τον άλλον ακόμη εδώ, πάνω σου, πίσω σου, μέσα σου... Και πάντα δίπλα σου, να σου κρατάει το χέρι. Σουρρεαλιστικό! Και ξεκινάει η κατηφόρα που ο άλλος θα σου λείπει ακόμη και την ώρα που σε παίρνει αγκαλιά, μια κι ο πραγματικός έρωτας, όχι του κρεβατιού, μα της ψυχής, είναι ανελέητος. Δίνεται με ορμή και αφήνει μια λαχτάρα που κατακαίει σπλάχνα...

Αλλά είχαν καιρό γι αυτά. Μόλις ΔΕΝ τα είχε χαλάσει ακόμα με τον πρώην της. Να κοιμηθεί πρώτα λίγο και μετά να σκεφτεί πώς θα του το πει. Και να βραχυκυκλώσει το κουδούνι. Δεν ήταν για να ανοίγει την πόρτα άλλο σήμερα, δώσαμε, δώσαμε!

Aphrodite said... in
doncat, post "Amitié amoureuse", 25.05.06