Jesus Christ Superstar in Athens
Θυμάμαι ολόκληρο το soundtrack της original ταινίας, μέχρι και το πού είχαμε τσακίσει το εξώφυλλο του δίσκου. Θα πρέπει να ήμουν από τα λίγα παιδάκια που μαζί με το «Δεν περνάς κυρά-Μαρία» μάθαινε τα άπαντα των «γερών» μιούζικαλ της εποχής, μαζί με Rolling Stones, Pink Floyd, Doors και πολλή κλασική μουσική. Της οποίας φυσικά σπανίως ρωτούσα ποιός ήταν ο συνθέτης ή το κομμάτι, απλώς την θεωρούσα «χαλί» σε ο,τιδήποτε έκανα γυρνώντας απο το σχολείο. Ναι, είχαμε και Abba (στα πάρτυς) και Chopin (στο μπαλέτο), αλλά αυτά ήταν τα «ελαφρά». Τα βαριά ήταν που μου έκαναν υπνοπαιδεία, εμμέσως πλην σαφώς, και που τελικά αποδείχτηκαν πολύ αποτελεσματικά στο να τα θυμάμαι μια ζωή (και να μουρλαίνω τις δασκάλες μου στο μάθημα ωδικής χεχεχε)...
Την πρώτη φορά που είδα λοιπόν το «Jesus Christ Superstar» live, ήταν σε παράσταση στο West End στο Λονδίνο, χρόνια πριν. Η χαρά μου απερίγραπτη, μια που αισθανόμουν στερημένη από μεγάλες παραγωγές στις αθηναϊκές σκηνές (πόση Λυρική να έβλεπα, ήθελα κάτι πιο σύγχρονο να πάρει!). Κι όντως, είχα μείνει έκθαμβη από τις φωνές, την παραγωγή και την τόσο ομαλή ροή του σώου. Ηθελα να σηκωθώ και να χορέψω και να τραγουδήσω επί τόπου, ή, ακόμα καλύτερα, ν’ανέβαινα στη σκηνή να παίξω δίπλα τους! Αλλά τελικά υπερίσχυσε το ότι θα γινόμουν ρόμπα στον Αγγλο γκόμενο (ναι, ξέρω, πλήγμα), οπότε μούγκα και τσίριζα τα τραγούδια από μέσα μου...
Η ηχοληψία δε ήταν τόσο καλή, που νόμιζα ότι βρισκόμουν μες το στούντιο ηχογράφησης, είχα γίνει ένα με τη μουσική. Οπότε στο τέλος όταν αναλύθηκα σε δάκρυα, και ρώτησε ο Αγγλος (-«ασθενής», ξέρω τι λέω, βούρλο τοτάλ...) τρυφερά «Luv, ‘what’s the buzz, tell me what’s happening’?» δλδ στίχο από το έργο, είχα ευτυχώς δικαιολογία ότι ήταν οι ηθοποιοί που τους βγάζαμε με απανωτά encores ξανά και ξανά, και με συγκίνησαν. Τι να του έλεγα, ότι με το ζόρι κρατιόμουν η τριτοκοσμική από το Ελλάντα, να μην ανέβω επί τόπου να τους δείξω τι πα να πει μεσογειακό μπρίο? Α, και φυσικά δε θα διάλεγα τη Μαγδαληνή (πολύ φτωχός ρόλος, εγώ ήθελα αβάντες), αλλά τον Ιούδα. Για να μην πω τον ίδιο τον Τζήζους, η ψωνάρα...
Πάντως έφυγα κατενθουσιασμένη από την παράσταση. Κι επειδή ο τυπάς ήταν και μέλος θιάσου της Βασιλικής Οπερας (εμ, ξέρω τι διαλέγω, βλήμα αλλά καλής πάστας βλήμα!), μέσα σε ένα 15-νθήμερο είδα παραστάσεις -και πρόβες των επόμενων έργων- σε σχεδόν όλα τα θέατρα γύρω-γύρω, μοντέρνα και κλασικά, που θα μου μείνουν αν μη τι άλλο για τον επαγγελματισμό με τον οποίον αντιμετωπίζουν τη δουλειά τους στα καλλιτεχνικά εκεί. Δεν έχει μέτριες φωνές, μέτριες ηθοποιίες, κακές μέρες. Εχει άψογες παραστάσεις κάθε φορά. Παντού!
Οπότε καταλαβαίνετε με τι μεγάλη περιέργεια ξεκίνησα να δω το «JCS» εδώ. Ξέροντας βέβαια ότι δεν πρόκειται για ελληνική ομάδα, αν και δεν αμφιβάλλω ότι έχουμε φωνές αξιώσεων και τρελλή όρεξη για δουλειά. Κι επίσης ξέροντας ότι η παράσταση αυτή θα δινόταν από θίασο επαγγελματιών του φασόν, που δίνουν δλδ ακριβώς την ίδια παράσταση όπου κι αν προσγειωθούν, μέχρι να τελειώσει η τουρνέ τους. Ετσι ή αλλιώς το ίδιο το έργο δεν αφήνει πολλά περιθώρια για διαφορετικές αποχρώσεις ή ενσωμάτωση των vibes από το κοινό στην παράσταση, έτσι που δεν έχει λόγια, παρά αποτελείται από τραγούδια back to back.
Δεν ήμουν αρνητικά προκατειλλημένη παρά μόνον για τους οργανωτές (Adam Productions), που όταν συνεργάστηκαν με τις Back Row Productions και New Adventures για να ανεβάσουν στο Batminton (Κατεχάκη) το «Swan Lake» (για το οποίο ακόμη σας χρωστάω ποστ), έκαναν ΠΟΛΥ κακή δουλειά: κόλλαγαν από τεχνικά προβλήματα οι παραστάσεις, μερικές ακυρώθηκαν, σε άλλες ο κόσμος μετά από μία ώρα και αναμονής στα μισά της παράστασης (παρ’όλο τον Κωστάλα –τι να έκανε κι αυτός?!- όλο συγγνώμη και συγγνώμη), ε, σηκωνόταν κι έφευγε και όλοι τελικά τους έκραξαν, κι είπα μάλλον θα κλάψω τα λεφτά μου πάλι, αλλά ας πάω.
Ευτυχώς.
Αυτή τη φορά, ή η συνεργασία με Pieter Toerien και The Really Useful Group τους ταίριασε καλύτερα, ή έμαθε επιτέλους η Adam Productions στου Κασίδη το κεφάλι, κι αποφάσισε να σοβαρευτεί. Το μόνο τεχνικό πρόβλημα, κάτι ασύρματα μικρόφωνα που χάλασαν την ώρα της παράστασης, αντικαταστάθηκαν άμεσα χωρίς να πάρει κανείς πρέφα τίποτα. Απίστευτη πρόοδος!
Η όλη ιστορία του εργου τώρα, αφορά στις τελευταίες εφτά μέρες της ζωής του Χριστού όπως τις έχουμε μάθει, αλλά ειδωμένες από την σκοπιά του κάθε χαρακτήρα ξεχωριστά. Οι στίχοι περιγράφουν με απλό τρόπο τις σκέψεις του κάθε ενός από τους ήρωες, δλδ του Ιησού, του Ιούδα (μεγάλος ρόλος με έμφαση στα κίνητρά του), της Μαγδαληνής, του Πιλάτου, των Αννα – Καϊάφα, του Ηρώδη και των Αποστόλων. Ολα σε πολύ γνωστή μουσική, που κι αν ακόμη δεν ξέρετε ότι είναι από αυτή τη ροκ όπερα, σίγουρα τα θέματα των κυρίως τραγουδιών σας είναι γνώριμα.
Ο frontman των Wonderboom, Cito, στον ομώνυμο ρόλο, μου φαινόταν περίεργη επιλογή, αν και το physique του (ειδικά με τα μακρύτερο τωρινό μαλλί, μην τον βλέπετε στις φωτος που είναι σα φλούφλης) παρέπεμπε εύκολα στο ασκητικό του Ιησού. Προφανώς βέβαια για να είναι πρωταγωνιστής θα είχε άσσους στο μανίκι του, κι έτσι λέω για να δούμε...
Ο «στιβαρός» και πολύ γήινος Ιούδας, τον οποίον ήξερα από πριν για το ωραίο μέταλλο της φωνής του, ανταπεξήλθε ακριβώς σ’αυτό που περίμενα. Ο ρόλος του είναι το βασικό κλειδί που με τις δύο βασικές αναρωτήσεις, πώς από λίγοι πιστοί έγινε μαζικό θρησκευτικό κίνημα, και πώς ο Χριστός έγινε Σούπερσταρ της Εποχής του, στήνει τον σκελετό πάνω στον οποίον εκτυλίσσεται όλη η υπόθεση.
Η Μαγδαληνή ήταν η all-times-classic Γουεμπερική φωνή – χαρακτηριστικό όλων των γυναικών πρωταγωνιστριών του, αυτή η καθάρια κι ευαίσθητη σαν κρύσταλλο, αλλά ταυτόχρονα δυνατή σα καμπάνα μητρόπολης φωνή.
Ο Αννας, με την άλτο φωνή, ακροβατούσε ανάμεσα στην κοφτερή φαλτσέτα και την παρά τρίχα καρτουνίστικη χροιά (πάλι καλά, είναι πολύ εύκολο να ξεφύγεις σαν σε 33άρη δίσκο παιγμένο στις 78 στροφές σ’αυτές τις νότες), και ο Καϊάφας (σαν τον Snoopy Dog σε πιο κλάσικ έκδοση), ο πιο ειλικρινής μπάσσος που άκουσα ποτέ μου. Τον θαύμασα, μια που είναι εξαιρετικά εύκολο στις τόσο χαμηλές συχνότητες να παύουν πλέον να ξεχωρίζουν οι νότες.
Ο Πιλάτος ήταν αναπάντεχα πλούσια φωνή με απίστευτη απόδοση του ρόλου: τι η ηθοποιία όταν έκανε το σόλο του, τι οι τονισμοί του όταν ειρωνευόταν τον Ιησού, απόλαυση.
Ο Ηρώδης πιστός στην παρωδία και όσο υστέρω επιτρεπόταν να βγει για να ελαφρύνει το κλίμα στο ειδικό νουμεράκι, χωρίς να φτάσει το γελοίο. Επιαζε κι απόστολο, ντουέτο με τη Μαγδαληνή, ένα από τα πιο γνωστά τραγούδια, μια χαρά κι εκεί.
Γενικώς οι υπόλοιπες φωνές με πολύ σωστή τοποθέτηση και ωραία κίνηση (αναμενόμενο: οι δύο μαυρούληδες της ομάδας, μια γυναίκα κι ένας άντρας, έδιναν ρέστα με την πλαστικότητα των κινήσεών τους, είναι ρε παιδί μου άλλο πράγμα...).
Η αποκάλυψη πάντως ήταν ο Ιησούς, που στο δεύτερο μέρος, μετά από το πρώτο στο οποίο μου φάνηκε καλός αλλά τίποτε το ιδιαίτερο, ξεδίπλωσε πνευμόνια-scuba diver! Κάποιες στιγμές είπα δε μπορεί, θα σταματήσει την κορώνα να πάρει μιαν ανάσα, αλλιώς θα σκάσει! Αλλά εκεί... Συγκρίνοντάς τον με τον Ιούδα, θα ήταν σα να είναι η απλή φωνή του ενυδρείο ήσυχο και ήρεμο, με πιράνχας όμως μέσα, ενώ του άλλου που άκουγες το βάθος, σαν μεγάλο εντυπωσιακό aquarium, μα που κολυμπούσαν χρυσόψαρα μέσα...
Τα χορευτικά δεν ήταν κάτι το εξαιρετικό (έτσι ή αλλιώς η δύναμη του έργου ήταν πάντοτε το τραγούδι), υπήρχε καλή οικονομία σκηνής, μια που χωρίς να αλλάζει θεαματικά το σκηνικό βγήκαν ως φόντο και ατμόσφαιρα ικανοποιητικά όλες οι σκηνές, οι φωτισμοί καλοί, το συνεχές σύννεφο (ξηρός πάγος συν λιβάνι?) καλό για ατμόσφαιρα αλλά κακό για τα πνευμόνια αν κάθεστε κοντά, όλα όμορφα κι ωραία.
Τα κοστούμια όμως ανέμπνευστα. Χμ, εδώ θα πρέπει να επισημάνω ότι ο όποιος ενδυματολόγος έχει εξαιρετικά δύσκολο έργο, μια που το μεγάλο μπαμ στην όλη αισθητική του έργου, έγινε με την πρώτη του παρουσίαση. Το να βγει έργο, που ως τότε και μόνο η θεματολογία διέταζε ρούχα εποχής, χλαμύδες, σάνδαλα και τα συμπαρομαρτούντα, με ξαφνική αμφίεση κοστούμια με ασημένιες high-tech περικεφαλαίες, κάργκο παντελόνια, αρβύλες και μενταγιόν, ήταν πραγματική ρήξη κι έκανε την μεγαλύτερη εντύπωση έβερ.
Τώρα πώς ακριβώς να τους βγάλει ο ενδυματολόγος (κι ο σκηνογράφος δλδ), ώστε να κάνει το ίδιο μπαμ? Πρόκληση όντως. Ακόμη και με κοστούμια Αρμάνι που είχαν βγει σε άλλη παραγωγή, το εφφέ δεν ήταν το ίδιο. Το ρηξικέλευθο τελικά το έκανε το «JCS» άμα τη εμφανίσει του, πάει και τελείωσε... Παρ’όλ’αυτά, μια λεπτομέρεια που μου άρεσε πολύ ήταν οι κατάλευκες ρόμπες των Φαρισαίων, που στον ποδόγυρο είχαν δέκα-είκοσι πόντους επιμήκη κατακόκκινο λεκέ, σα να είχε ποτίσει το ύφασμα από το να περπατούν ανάμεσα σε σφάγια... Πολύ καλό! Κι επίσης το όλο concept του νούμερου του Ηρώδη, αναπάντεχο - σας το αφήνω για έκπληξη! Τα τατουάζ (αν και γενικά δεν είμαι πολύ φαν) του Cito δε, άσχετα με το ότι ο άνθρωπος τα είχε από πριν, προσέθεταν στο όλο image του θνητού θεού.
Η ροή του έργου που λέτε δεν στόμωσε ούτε μία στιγμή. Κάτι όχι και τόσο εύκολο, δεδομένου του ότι οι ηθοποιοί αλλάζουν συνεχώς ρόλους και κοστούμια, και τα τραγούδια παίζονται συνεχόμενα, χωρίς ενδιάμεσες παύσεις (παρά μόνον όταν χρειαζόταν πχ. λίγα δευτερόλεπτα έξτρα μέχρι να τοποθετηθούν όλοι πριν συνεχίσουν). Δεν είχε παραπατήματα, δεν είχε κοιλιές, και πέραν μερικών σάλιων που εκτοξεύονταν και σταγόνων ιδρώτα, θα μπορούσε κάλλιστα να είναι όλο σα μαγνητοσκοπημένο κι όχι live. Ο επαγγελματισμός που λέγαμε...
Στο τέλος που σταυρώνεται ο Χριστός και χρησιμοποιείται πολύ έξυπνα το εκτυφλωτικό κόντρα φως, το έργο γίνεται κατανυκτικό. Δεν ακουγόταν κιχ στην πλατεία. Και μετά που βγήκε ο θίασος για υπόκλιση, σείστηκε το θέατρο. Κι αυτό που μου άρεσε πάρα πολύ ήταν που η πλειονότητα ήταν νεαρόκοσμος. Χειροκροτούσαν όρθιοι και ρυθμικά, και στο τέλος μας χειροκρότησαν και οι ίδιοι οι ηθοποιοί. (Ναι, φυσικά και συγκινήθηκα, κάποιες χορδές μου φχαριστιούνται με τη χαρά που κάνουν οι ηθοποιοί, με τη μόνη ουσιαστική ανταμοιβή της καλλιτεχνικής τους υπόστασης, το χειροκρότημα).
Το κλου της βραδυάς ήταν η ορχήστρα. Δεν θα σας το χαλάσω λέγοντάς σας τι και πώς, το μόνο που θα σας πω είναι το ότι αν προσέξετε, δεξιά κι αριστερά στον τοίχο της αίθουσας, στο ύψος περίπου του κεντρικού διαζώματος, μπορείτε να δείτε έναν μαέστρο σε μόνιτορς μεγέθους τηλεόρασης σε ασπρόμαυρη εικόνα, να δίνει εντολές τις οποίες έτσι που είναι γυρισμένες οι οθόνες να τις βλέπουν μόνο οι ηθοποιοί, άντε και λίγο εμείς. Στο τέλος θα καταλάβετε τι συνέβαινε και ήταν μια πολύ όμορφη έκπληξη.
Η μόνιμή μου ένσταση με αυτόν τον χώρο είναι η ακουστική του: οι βασικές ηχητικές μονάδες καλύπτουν κέντρο και μέση, αλλά τα ηχητικά κύματα απορροφώνται από την κατασκευή του χώρου προς τα πίσω, και τα μικρά ηχεία που καλύπτουν τον πίσω χώρο έτσι που ανεβαίνουν ως το τέλος τα καθίσματα, σε κάποιες στιγμές εκαναν αντίκρουση στα μπροστινά ηχεία. Τα μπάσσα τα ρουφάν οι τοίχοι, τα τρέμπλα σε ορισμένες συχνότητες τρίζουν την εγκατάσταση... Αντε να δούμε πότε θα τα διορθώσουν!
A, και το πρόγραμμα: τέτοια κολλυβοδουλειά και οπτικά (layout, ανάλυση φωτογραφιών, παρουσίαση συντελεστών κτλ) και κειμενογραφικά (χαιρετισμοί δημιουργών, βιογραφικά, κριτικές, περιλήψεις, πλίνθοι τε κέραμοι ατάκτως ερριμένοι), από ΟΛΕΣ τις παραστάσεις που έχουν δοθεί εκεί μέχρι στιγμής, δεν έχω ξαναδεί - μα ποιός δίνει το τυπωθείτω σε τέτοιες προχειράντζες?!
Πάντως overall είναι μια παράσταση αξιώσεων και την συστήνω ανεπιφύλακτα.
Μη τσιγγουνευτείτε το εισητήριο, αφού στο συγκεκριμένο θέατρο (διόρθωση: στάδιο που μετατράπηκε σε θέατρο, τεράστια διαφορά), στις πίσω θέσεις παραείσαι μακρυά από τη σκηνή και χάνεις τα 2/3 της παράστασης. Αν μπορέσετε μάλιστα ν’ακούσετε λίγο τα τραγούδια από πριν να εξοικειωθείτε με τις μελωδίες τους, θα περάσετε ακόμα καλύτερα.
Δε χρειάζεται να χειροκροτάτε σε κάθε τέλος τραγουδιού, παρ’όλο που πολλές φορές παρασύρει η ίδια η προσπάθεια του τραγουδιστή. Γενικά σε τέτοια δεν χειροκροτούμε αδιακρίτως, αν και, μεταξύ μας, οι ηθοποιοί το χαίρονται πάρα πολύ. Δεν περνούν εμάς για απαίδευτο κοινό, αλλά για επικοινωνία από σκηνής, υπεράνω savoire-vivre θεατή.
Και κάντε τους κι ένα τρίτο encore, θα με θυμηθείτε, είναι πολύ γενναιόδωρος θίασος σε όλα του.
Περισσότερα μπορείτε να βρείτε: wonderboom, Cito κι επίσης Αnton Luitingh's official site, για να πάρετε μια ιδέα καλοστημένου σάιτ τραγουδιστή μιούζικαλ. Τα βιντεάκια δεν είναι από την εδώ παράσταση, αλλά στο σάιτ του Αnton θα βρείτε φωτος από την παράσταση όπως ακριβώς παρουσιάζεται και στην Αθήνα - εκτός της Μαγδαληνής, που άλλαξε η διανομή.
Α, και για το τέλος σας έχω δωράκι το φυλλάδιο που μας μοίρασαν στο πάρκινγκ του θεάτρου. Δεν ξέρω μόνο αν είναι πιο πολύ για γέλια ή για κλάμματα!