12.10.07

Smack Up!


Σκηνή στην αίθουσα αναμονής του κυριλέ οδοντιατρείου: Ο οδοντίατρος βγαίνει με τη βοηθό του, ξεπροβοδίζουν μια γυναίκα με ρούχα εποχής και γελούν με αυτά που τους λέει. Ακούγονται μόνο τα τελευταία της λόγια: «... κι έτσι τώρα θα πάω στην πρόβα κατ’ευθείαν, να δω πώς θα κυκλοφορώ με τα ομπρελλίνα και τα μεσοφόρια στο κέντρο, να έχω και το μισό στόμα να κρέμεται!». Απαντά ο οδοντίατρος: «Η αναισθησία θα φύγει σε λίγην ώρα, κοίτα μόνο μη φας τα μούτρα σου με τα μποτίνια στις πλάκες της Πανεπιστημίου και παν' τα δόντια!».

Ενας ασθενής πετάγεται με το που τους βλέπει: «Ξέχασα να πληρώσω γιατρέ...» «Και γι’αυτό περίμενες τόσην ώρα? Μου χρωστάς καφέ, άστα τώρα, είμαστε εντάξει!» «Μα όχι, θέλω να πληρώσω...». Γυρνάει ο οδοντίατρος στη γυναίκα: «Πες μου βρε Δανάη, δεν είναι η ομορφότερη οδοντοστοιχία σε άντρα που έχεις δει ποτέ σου?». O ασθενής σχεδόν κοκκινίζει, αλλά από μέσα του φυσικά και περιμένει κομπλιμέντο, τόσον πόνο υπέμεινε γι’αυτό το χαμόγελο...

«Οντως ειναι εκθαμβωτικό το χαμόγελό σας!» (ωραίος γκόμενος)

«Εεε, ευχαριστώ πολύ...» (μμμ, καλήηη - για να τσεκάρω λίγο)

«Εμ τι τα έχουμε τα γαλόνια εμείς οι κτηνίατροι (χαρ-χαρ αυτο-αστειάκι), έχουμε κάνει δουλειά ένα χρόνο για να βγει αυτό το αποτέλεσμα, αλλά είμαι πολύ περήφανος!» (την ψυχή ανάποδα μου έβγαλες καριόλη, που ανάθεμα όταν σε πήρα για πελάτη!)

«Μπρος τα κάλλη τι’ν’ο πόνος γιατρέ!» (ευχαρίστως σε σούβλιζα μαλάκα, με γάμισες οκτώ μήνες, σκιτζή ε σκιτζή!)

«Ναι, ναι, άξιζε τον κόπο!» (άντε ρε παιδιά κι έχω και πρόβα...)

«Εεεε, ευχαριστώ, εσείς μάλλον δεν έχετε ανάγκη, το χαμόγελό σας είναι όμορφο από φυσικού του ε?» (τι μαλακίες λέω στη γυναίκα, αλλα να δεις που θα φύγει χωρίς να της ζητήσω τηλέφωνο)

«Χαχα, να ξέρατε τι μαρτύρια έχω υπομείνει κι εγώ από τον γιατρό! (θέλω ΝΑ ΦΥΓΩ!) Τέλος πάντων, να σας καληνυχτίσω τώρα!» (σε άλλη ζωή ίσα που θα σε πήδαγα στα όρθια, αλλά τώρα έχουμε και δουλειές!)

«Αντε, να μην σας καθυστερώ, έχω και τους ασθενείς μου που θα με πάνε μέχρι μεσάνυχτα! Δανάη καλή πρόβα, πάρε με τηλέφωνο, οκ? Πάνο, να κανονίσουμε, μη χαθούμε πάλι!» κι ο οδοντίατρος πάει μέσα.

«Καληνύχτα σας, χάρηκα!» και η γυναίκα φεύγει σαν κυνηγημένη.

Ο άντρας μετέωρος (ωχωχωχωχ, μαλάκα φεύγει!)

Στο κλείσιμο της πόρτας, η γυναίκα ήδη κατεβαίνει από τις σκάλες γιατί αργούσε το ασανσέρ.

Εκείνος ροβολάει τις σκάλες ξωπίσω της, εκείνη έχει ήδη βγει στο πεζοδρόμιο και περπατά γρήγορα να βρει ταξί. Τρέχει κι εκείνος, σταματάει δίπλα της, την ακούει να λέει «Τρίτης Σεπτεμβρίου!», την πλησιάζει και της λέει «Τι σύμπτωση! Κι εσείς εκεί πάτε?» (ελπίζω να πιάσει)

«Ορίστε?» (όπα! Εδώ είναι το πουλάκι μου?!)

«Ναι, πάω κι εγώ Τρίτης Σεπτεμβρίου, εεεεεεεε.. σπίτι ενός φίλου μου, να βγούμε, έτσι ή αλλιώς αύριο-μεθαύριο φεύγω, είμαι μόνο για δυό μέρες στην Αθήνα... για δουλειές...»

(α-χα!) «Α, ωραία, ταξίιιι!», σταματάει ταξί μπροστά της, εκείνη ανοίγει την πόρτα, μπαίνει, ξωπίσω της μπαίνει απρόσκλητος κι ο Πάνος όσο εκείνη λέει την διεύθυνση κεντρικής θεατρικής σκηνής. Γυρνάει, τον κοιτάζει ψιλο-απορημένη, ο Πάνος τελείως cool (σάμπως θα την ξανάβλεπε?)

«Πάτε στο θέατρο λοιπόν?» (κάτσε να σπάσουμε τον πάγο)

«Ναι, είμαι σε μια ομάδα κι έχουμε τελική πρόβα σήμερα, αλλά έπρεπε να περάσω κι απ’τον οδοντίατρο να μου αποτελειώσει ένα σφράγισμα, οπότε τελικά άργησα και τρέχω...» (τι ωραία μάτια!)

«Αν δεν είμαι πολύ αγενής, να σας κεράσω μετά ένα ποτό? (τι κλισέ, θεούλη μου!) Κάπου εκεί κοντά άμα είναι, θα θέλετε μετά να πάτε και σπίτι σας να ξεκουραστείτε...» (ρε πούστη μου, να δεις που με τούτη θα πάθω ζημιά)

(χαμηλωμένα μάτια, δεν το έχω ξανακάνει, αλλά δε γαμεί? Για πάμε...) «Μόνο που θα πρέπει να με περιμένετε, θα μας πάρει κάνα δίωρο, μπορεί και τρίωρο, στην τελική πρόβα παίζουν πολλά»...

Ετσι είναι οι καλές συμφωνίες πριν από ένα καλό γαμήσι: όλη η πριν στιχομυθία, μια απίστευτη σάχλα, εισητήριο όμως για την αναγνώριση. Ενα μύρισμα του ξένου σώματος με καθώς πρέπει λέξεις. Και στο πόρισμα, ελάχιστες λεπτομέρειες για το τι ώρα και πού, και ποιός περιμένει ποιόν. Οπως δηλαδή έπεφτε η καλή συνεννόηση από πάντα στο είδος μας, πριν τα κινητά βάλουν του κόσμου τα παράσιτα στο να μιλά το σώμα.

Χοντρές ψιχάλες, ήδη ο ουρανός ήταν βαρύς και με το ζόρι κρατιόταν μην ξαμολύσει τη μεγάλη βρόχα από το πρωί. Αλλά τώρα δεν υπήρχαν δικαιολογίες – είχε προειδοποιήσει αρκετά. Οποιος ήταν στο δρόμο εκείνη τη νύχτα, το τράβαγε ο οργανισμός του να γίνει μούσκεμα.

Γαμημένη κίνηση. Παρασκευή βράδυ, ιεροτελεστία εξόδου στους δρόμους. Σπονδή καθυστερήσεων στη θεά Βροχή. Φώτα να τρέμουν, λιωμένα βρεγμένα χρώματα να χτυπούν με δύναμη τα τζάμια του ταξί. Το νερό ολοένα δυνάμωνε. Κόσμος ετρεχε, κίνηση το γνωστό έμφραγμα. Στο πίσω κάθισμα, κανείς από τους δυο τους δεν κοίταζε τον άλλον. Μια σπιθαμή χώριζε το χέρι του ενός από το πόδι του άλλου. Αλλά χέρια και πόδια έκαναν πως δεν γνώριζαν τι αποφασιζόταν.

Εφτασαν τελικά στο θέατρο, κατέβηκαν. Ετσι που ήταν η Δανάη με βρεγμένα μαλλιά κι έτρεχε το νερό από δυο πεσμένες μπούκλες να νοτίζει τη μπλούζα της, έτσι κρεμάστηκε κι αυτός χαζεύοντας τους φραμπαλάδες της. Επιασε το λαίμαργό του βλέμμα κι έκανε να τους σιάξει. Οπως έδενε τα κορδόνια μπροστά της, έλαμψε η ασπράδα του στήθους της – δυο φεγγάρια ολόγιομα κάτω από το κολλημένο ρούχο.

Κανείς τους δε μιλούσε. Ορθιοι να βρέχονται και να είναι ήδη μαζί. Ακίνητοι. Ο Πάνος να κοιτάζει εκείνη. Που κοίταζε την άσφαλτο. Σύμφωνοι όμως. Κι όλο σα να περιμένουν την εκπυρσοκρότηση του πιστολιού εκκίνησης. Η Δανάη σήκωσε τα μάτια να τον ζυγίσει, να δει αν πεινούσε για εκείνη ή απλώς μιλούσε η αρπαχτή ψιθύρισμα τεστοστερόνης στο αυτί του.

Και τότε είδε στο φως του φαναριού τις κόρες των ματιών του. Διεσταλμένες τόσο που ακόμη και τα πράσινά του μάτια τα έκαναν κατάμαυρα. Γούσταρε λοιπόν, γούσταρε τρελλά. Κι εκείνη φτιάχτηκε που γούσταρε εκείνος. Μπαμ! Η κούρσα ξεκίνησε.

Κανείς δεν πήγε σε καμμία πρόβα, κανείς δεν πήγε σε κανέναν φίλο. Και οι δυό τους κλείστηκαν στο πρώτο ξενοδοχείο που βρήκαν, εκείνο πάνω από το κλαμπ που μάζευε κόσμο από νωρίς παίζοντας μουσική εκκωφαντικά. Με την παράνομη προστασία και την καθόλα νόμιμη μπατσαρία μέσα να κανονίζουν την είσπραξη για αργότερα.


Κλειδιά, κλείσιμο πόρτας πίσω τους, κανένα κλικ διακόπτη. Smack my bitch up. Το πήδημα ξεκίνησε μόνο του, κανείς δεν πρόλαβε να κάνει πρώτη κίνηση.

Πόσην ώρα μπορεί να περιμένει κανείς να φτιαχτεί, να υγρανθεί, να του σηκωθεί, να είναι έτοιμος να ξεκινήσει το γαμίσι με τον μόνιμο? Ε, αντιστρόφως ανάλογα όταν όλο κι όλο που έχεις με τον άλλον είναι ό,τι προλάβεις τώρα.

Βρέθηκε μέσα της, πολύ ψηλά, πολύ βαθειά, πριν προλάβει καν να την φιλήσει. Οι γοφοί σπρώχνουν. Οι κοιλιακοί συσπώνται. Παρ’όλο που γλυστράει δεν βγαίνει έξω, απόλυτος συντονισμός. Οσο κι αν κουνιέται γύρω του, απλώς τον βάζει πιο μέσα και πιο μέσα- και είναι ακριβώς όση πρέπει, ούτε χιλιοστό πιο διαφορετική από το σχήμα το δικό του.

Τέτοιαν ώρα, τέτοια λόγια. Ο,τι ντρέπεσαι να κάνεις, τώρα το καλεί η στιγμή.

Λιώνεις και μόνο που γίνεσαι αυτό που είσαι έτσι μαζί της.

Κάνεις έρωτα σ’εκείνη και σε σένα μαζί.

Σε σας.

Smack my bitch up. Πάνω σου, κάτω σου, μπροστά σου. Η μόνη βία που δεν πονάει. Οχι πολύ τουλάχιστον.

Λίγα λεπτά, όλη η ζωή που δεν έχεις εκεί έξω. Τα λεπτά να γίνονται ώρες. Δυο μάτια, όλη η καύλα που δεν έχεις εκεί έξω. Η καύλα να γίνεται μαρτύριο.

Οποιος ήταν στο δρόμο εκείνη τη νύχτα, το τράβαγε ο οργανισμός του να γίνει μούσκεμα. Οποιος ήταν σ’εκείνο το δωμάτιο εκείνη τη νύχτα, το τράβαγε ο οργανισμός του να γίνει μούσκεμα.

Και να τα κάνει κιόλας μούσκεμα, γιατί εκεί έξω υπήρχαν δυο άνθρωποι που περίμεναν τον «άνθρωπό τους»... Μία στην Κατερίνη κι ένας στην Αθήνα.

Ποιός τους γαμεί αυτούς όμως τέτοιαν ώρα?!

Smack my bitch up.