7.11.07

Γυαλιστερά Τακούνια για Wake-Up Call...

Maroon 5 - Wake Up Call

Αι στο διάολο πάλι πήγε μιάμισυ και το έστησα το τεκνό... μ’αυτά τα business dinners με τους πελάτες... ας όψεται η δουλειά και το κωλοαφεντικό... τρομάρα του, που μου το έπαιζε πάλι τζόβενο σήμερα και δώσ’ του γελάκια... έτοιμος ήταν να μου πιάσει το μπούτι κάτω από το τραπέζι να γίνει της πουτάνας μπροστά στους πελάτες... Αι σιχτίρ και συ για ασανσέρ, βιάζομαι γαμώτι μου!

Εβριζα κι έφτυνα όσο τα ασανσέρ του ανακαινισμένου σούπερ-λουξ ξενοδοχείου κατέβαινε με το πάσο του από τον τελευταίο όροφο -με την Αθήνα πιάτο- μέχρι το δεύτερο υπόγειο πάρκινγκ. Είχα το χαρτάκι και το πορτοφόλι έτοιμο, να πληρώσω και να φύγω σφαίρα, μπας και τον προλάβαινα πριν ξεραινόταν στον καναπέ μου πάλι. Αν δεν είχε φύγει δηλαδή... που και να έφευγε, δίκιο θα είχε.

Γαμώ τα αφεντικά μου γαμώ, αν ξαναδουλέψω σε δισκογραφική, να με χέσετε... Και δώσ’του τα «γλυκειά μου» και «κοριτσάρα μου» ο γεροξούρας, καλά και σώνει να του μιλάω στον ενικό να μη νιώθει σαν παππούς (που είναι)... και να κάνει και πλακίτσες μπροστά στους ανθρώπους ότι εγώ, το νέο αίμα, θα τον κληρονομήσω, κι ας μην προλάβει να μου κάνει παιδιά... μετάφραση για μένα φυσικά, το κλασικό, να με καπαρώσει μη τυχόν και του γκαστρωθώ και φύγω... Τον μαλάκα!

Ετσι όπως έμπαινε από την τζαμένια πόρτα στο γραφειάκι να πληρώσει και να της φέρουν το αμάξι, την πήρε μια μυρωδιά από νεανικό, σέξυ άρωμα με πολύ μόσχο και κίτρο, συνδυασμένο όμως με ντουλαπίλα γεροντίστικη – whaddafuck?

Γύρισε και είδε πλάτη να περιμένει ένας καλοστεκούμενος, πολύ περιποιημένος μεν, αρκετά γέρος δε, με μια θεόρατη ξανθιά στο μπράτσο. Η οποία του έριχνε δυό κεφάλια, όσο εκείνος της έριχνε καμμιά σαρανταριά χρόνια... Ολα τους ήταν σε τέτοια αντίθεση που μόνο ξυνίλα έβγαζαν – τα άσπρα του, αραιά μαλλιά, με εκείνα τα πυκνά, γυαλιστερά δικά της, το καμπουρωτό του σώμα με το στητό της κορμί, το μπλε σκούρο κοστούμι του (πόσο αταίριαστο με το γεροντίστικο σουλούπι του!), με το στητό δικό της, να ξεχειλίζει νιάτα, να τρίζει κάτω από τσιτωμένα φερμουάρ... Κι από κάτι ψιλολογάκια, στα επιτηδευμένα ελληνικά του (βαλτός ήταν?! Να της αποδείξει τι ακριβώς?!), κόντρα σπαστά βαριά ρώσικα...

Το βλέμμα της πήγε μέχρι κάτω, έτσι που της είχαν γυρισμένη πλάτη, και τους παρατηρούσε χωρίς να την βλέπουν, στα παπούτσια: τα δικά του μοντέρνο κόψιμο, κλασική επιλογή τριαντάρη γιάππη μετροσέξουαλ, αλλά κλώτσαγαν τόσο πολύ τον πλισέ της μούρης του... και τα δικά της, κόκκινα με πολύ ψηλά, πολύ λεπτά τακούνια όλο στρας, από αυτά που δεν τα φοράς για να περπατήσεις... παρά μόνο να τα έχεις να κάνουν ταβανοθεραπεία με την ώρα...

Τους έφεραν το αυτοκίνητο. Ο γέρος βγήκε πρώτος από το καμαράκι για να πάει να δώσει φιλοδώρημα στον παρκαδόρο, όσο εκείνη περίμενε υπομονετικά το νεύμα για να φύγουν. Με το που βγήκε σκυφτός, η ξένη γύρισε λίγο προς τα πίσω και διασταυρώθηκε το βλέμμα της με της δικιάς μας, μ’εκείνα τα μαρκέ ψηλά ζυγωματικά στο τετράγωνο πρόσωπο και τα καταγάλανα μάτια. Ρολλάρισε τα μάτια της προς τα πάνω. Ενα μικρό, ανεπαίσθητο σινιάλο: «Δεν τον αντέχω, αλλά...».

Η δικιά μας έστρεψε το βλέμμα αλλού με τη μία.

Μωρέ καλά να πάθετε που ερχόσαστε εδώ και νομίζετε πως η ζωή είναι εύκολη! Σπονδές στα φράγκα όλες σας... αγάπες και λουλούδια με το που θα μπείτε, κι όποιος σας γλιστρύσει από τα χέρια, από τα πόδια δε σας γλυτώνει με τίποτα... Εμ, κοριτσάκι μου, καλύτερα να καθόσουν σπιτάκι σου με κά’ναν γκόμενο στην ηλικία σου, παρά βίζιτες με τους γερο-ξούρες...

Ο γέρος κορνάρισε και η ξένη τσακίστηκε πάνω στα ψηλά τακούνια της να μπει στο μαύρο, κυριλέ του τζιπ να φύγουν. Αραγε να το άνοιγε το στόμα της έτσι και την έπαιρνε σε κά’να δείπνο μαζί του? Για να μιλήσει εννοώ...

Λίγο πριν στρίψουν από μπροστά της, η ξένη κοίταξε άλλη μια φορά τη δικιά μας μέσα από το παράθυρο, σα να ζύγιζε λίγο κατάσταση, σα να ρώταγε «Μα δεν καταλαβαίνεις?»

Η δικιά μας την άδειασε με τη μία. Βλέμμα-πάγος, «ντεν καταλαβαίνει». Τρως πόρτα κούκλα μου, άι τράβα την ταρίφα σου απόψε... Θύμωσε λιγάκι – πώς τολμά, καμμία σχέση λέμε!

Ντρίνλαλίν-λαλίν-λιν! «Εμπρός? Ναι, όχι κύριε Χατζηπανάγου, ναι, στο πάρκινγκ είμαι, ναι, δεν έφυγα ακόμα, όχι, ο κύριος Κύρου θα με δει αύριο στο γραφείο κατευθείαν.. πώς? Να σας εξηγήσω λίγο τη συνεργασία με τον καινούριο μάνατζερ? Τώρα? Μα μπορούμε να τα πούμε... μισό λεπτό, χτυπάει η άλλη γραμμή, μην κλείσετε...

Ναί? Ελα ρε Κώστα, τι? Κανόνισες με τον Χατζηπανάγου να πάμε για ποτό απόψε? Ρε συ τώρα δεν τα είπαμε ότι πάω σπίτι μου και τα λέμε αύριο στο γραφείο? Τι πα να πει είσαι το αφεντικό και τώρα το κανόνισες?.... (ξεφύσημα)... καλά, καλά, εντάξει, θα πάω... σε κλείνω τώρα!

Ναι, κύριε Χατζηπανάγου? Πού είστε είπαμε? Στο 701? Οκ, έρχομαι, ίσα για ένα μισάωρο, ναι, έναν καφέ και φεύγω, έχω πρωϊνό ξύπνημα αύριο...

Γαμώτογαμώτογαμώτο! Πάει, θα με παρατήσει ο Σέργιος και θα έχει και χίλια δίκια.... είδα κι έπαθα να σταυρώσω γκόμενο της προκοπής και τη βγάζει στον καναπέ με dvd, κι εγώ εμπλοκή με το μαλάκα ρε πούστη μου... Αμα δεν έχει φέρει δηλαδή καμμιά γκόμενα στο σπίτι μου να την πηδάει κιόλας, τόσες ώρες που λείπω... Τέλος πάντων, να πάω, μη γίνει καμμιά στραβή και χαλάσει η συμφωνία και τ’ακούσω, και από αύριο του το κόβω του Κώστα, να πά’να βρει άλλη να κάνει τη γκόμενα στους πελάτες... βαρέθηκα πια... Με κόβουν και τα λουράκια, άλλη φορά δεν ξαναβάζω τόσο ψηλό τακούνι για ένα επαγγελματικό δείπνο, με σπορτέξ και σε όποιον αρέσω!

Βελάκι, άνοδος. Ντίν! Ανοιξε το ασανσέρ και την κατάπιε.

Η γραμμή ανάμεσα στου κόσμου τις διαφορές είναι τόσο λεπτή καμμιά φορά. Αν υπάρχει...