29.8.06

With All Αdrenaline Pumping - Vol. II

Τα φώτα ήταν αναμμένα λες και είμασταν οικογενειακή ταβέρνα, κι ευτυχώς ο λεηζεράς έκανε κάποια δουλειά, να θυμίζει ότι είναι club κι όχι τελειωμένο ελληνάδικο. Κατέβηκα παραπατώντας, δεν έβλεπα μπροστά μου από το θυμό και τη στεναχώρια μου... Αν μ’έπιανε κανείς απ’τη μύτη θα’σκαζα! Αλλά φυσικά έπρεπε να διατηρώ την ψυχραιμία μου, ήμουν ένα από τα κορίτσια βλέπεις, μη γίνω ρόμπα τώρα... Ηρεμααα.....

Κωλόπαιδο του κερατά, δεν θα σου πέρναγε!

Εφτασα γρήγορα στα decks, να χαιρετήσω το Ντίνο που την είχε δει σκυλάδικο - ώρα Μεσοποταμίας, και τους άλλους - όποιον έβρισκα δηλαδή. Δε θα καθόμουν τώρα να τους καληνυχτίσω έναν-έναν με τέτοιο νταράκουλο! Και φυσικά να ψάξω την Τάνια. Α ρε Τάνια! Πέρασα τον σάκο μου από το χαμηλό πορτάκι του Ντίνου, του έκανα νόημα, κι έφυγα καρφί να πιάσω την κολλητή απ’το χεράκι και να την πάρω να φύγουμε. Κιχ να έκανε, μισή αντίρρηση να έφερνε, θα... θα την έσκιζα! Οχι ανάποδες, και ίσιες είχα πάρει, φόρτωνα by the minute!

Πλησίαζα με δυσκολία στον καναπέ τους, μια και ο κόσμος είχε ξασαλώσει άσχημα. Χόρευε σεληνιασμένος, μπουζουκιά-κλαρινιά και ώπα-της, λες κι ήταν πίστα με λέλουδα... Επρεπε να τους σπρώχνω σχεδόν. Καθώς τους πλησίαζα, αυτόν τον τύπο με την Τάνια σα να τον έκοβα για γνωστό. Είχε κουρνιάσει στην αγκαλιά του και ψιλογελούσαν. Κάτι μου θύμιζε....Και οι φάτσες της παρέας... Οχι, την τύχη μου μέσα! ΟΧΙΙΙ! Και να’θελε, δε θα μπορούσε να μου την κάνει χειρότερα η χαζοβιόλα: πήγε κι έκατσε με την Προστασία!



Αι σιχτίρ για φιλενάδα, αυτούς βρήκε από ολόκληρο μαγαζί? Πού ήταν τώρα το αφεντικό, να του κάνω καμμιά γαλιφιά, να την πάρω σηκωτή! Αυτοί οι τύποι άμα αποφασίσουν να τους κάνεις παρέα σαν καλό-κορίτσι, πρέπει να τους κάνεις παρέα σαν καλό-κορίτσι! Και το «όχι» δεν υπήρχε στο ρεπερτόριό τους...

Κι άμα δεν τους έκανες παρέα (σαν γλυκό, μικρό, κουτό καλό-κορίτσι), τα έπαιρνε μαύρη μπάλλα και το αφεντικό! Πόσο «μύγα» μπορεί να νοιώσει κανείς στη ζωή του μπροστά στην πιο decadent μαφία που κινούσε τα πάντα στη νύχτα? Ε, αυτό κι άλλο τόσο ήμουν. Το αφεντικό με είχε αναλώσιμη, το ήξερα. Ραπανάκι για την όρεξη, βουρ στα δόντια του Μεγάλου. Να τον γλείψει μπας και γλυτώσει μερικά ζοριλίκια κι «ένσημα»... Κι εμένα και όποια άλλη του γυάλιζε δηλαδή, whenever, wherever…

Οπότε πόζα, keep your cool λέω μέσα μου, δεν τρέχει τίποτα (λέμε τώρα...)

Με το που πλησίασα την παρέα τους (διάφοροι άντρες με loose κοστούμια και γυναίκες ντυμένες λεφτά), ξεπρόβαλλαν αμέσως κάτι τύποι να με πιάσουν από κάθε μπράτσο, και καλά προστατευτικά, να με «πάνε» στον Μεγάλο... (πού ήταν χωμένοι στα σκοτάδια και δεν φαινόντουσαν τόσην ώρα?). Τα γόνατά μου έτρεμαν, το στομάχι μου στις φτέρνες, cool σου λέω!

«Βρε καλώς τηναααα» (ή κάτι τέτοιο) μουρμούρισε ο σιχαμένος, βγάζοντας μια πουράκλα από το στόμα του (τι κλισέ, Θεούλη μου, please!). Κρατώντας πιο σφιχτά την Τάνια απ’τους ώμους (πού πήγες κι έμπλεξες μωρή ηλίθια?!), έφτυσε: «εδώ, να, τα λέγαμε με το αφεντικό σου (βρε βρεεεε, ήταν κι ο... αρχηγός στην παρέα?). Σε πάει ξέρεις πολύ (ξέρω, καροτσάκι - θά’θελε!), έχει τόσα σχέδια για σένα!» (τέσσερα στον αριθμό, το εξής ένα, εμένα, στα τέσσερα).

«Ελα κοριτσάρα μου να κάτσεις λίγο μαζί μας, να μας πεις για το πρόγραμμά σου» είπε πετώντας σάλια ο χλιμίτζουρας ο αφεντικός. (Τι να κάτσω μωρέ, σε ποιόν επάνω ρε κοιλαράδες.... Ποιό πρόγραμμα? Ερχομαι, χορεύω, φεύγω. Αυλαία. Να φέρω τα χαρτιά μου, να σας πω τι έχω σπουδάσει?). «Κάτσε εδώ, δίπλα μου, τι θα πάρεις, κερνάει το... μαγαζί!» (πωπωωω αστείοοοο), και χαρ-χαρ τραντάχτηκαν όλοι με γέλιο υποχρεωτικό. Δεν καταλάβαινα τι ήταν πιο πολύ, μαλάκας ή γλοιώδης?

Τι κάνουμε τώρα? Πώς την παίρνω την ηλίθια από δω, πριν βρούμε άσχημο μπελά, χωρίς να τους εξαγριώσω κιόλας, που ήταν με το μάτι το γυάλινο όλοι τους? Σκέψου, σκέψου γρήγορα!


«Εμμμ, ναι, ξέρετε, είμαι πολύ κουρασμένη γιατί ξέρετε αντί της κανονικής ώρας, ήμουν παραπάνω και...». «Ελα τώρα, τέτοια θα λέμε?» (γιατί, τι άλλο έχουμε να πούμε?) «Κάτσε να πιεις κάτι, εδώ τα λέγαμε με τη φίλη σου, τη γνωρίσαμε στα παιδιά...» (τη γνωρίσατε? Μπράβο, γιατί δεν θα την ξαναδείτε!) «Λέγαμε μετά να πάμε μια βολτίτσα όλοι μαζι, να δούμε κι εκείνο το after-hours το καινούριο. (Οι παππούδες στα πιπίνια μέσα...!). «Τα παιδιά τα γνωρίζεις?» (Ποιά παιδιά ρε, τους μπλαζέ-πουρέ με τις wanna-be socialites της οκάς?)

Τι δουλειά είχαμ’εμείς εδώ, Τάνια θα σε πνίξω! Δε λες κουβέντα που μας έμπλεξες έτσι, ε? Αυτό το χασκόγελο θα στο δώσω να το φας μόλις πάμε σπίτι... Εκατσα (με κάθισαν), πήρα ενα ποτήρι (μου τό’χωσαν στο χέρι), το κράταγα σαν ηλίθια και αναθεμά με αν μπορούσα να παρακολουθήσω μια αράδα από τα λεγόμενα. Κάτι κανόνιζαν, κάτι χαχάνιζαν, μες την χαρά και την πρεμούρα όλοι τους. Αλλά αφεντικό είναι αυτό, με το δικό του «αφεντικό»... Μόνο τα κολλητάρια τους απ’το καρέ μπιρίμπας έλειπαν, ο αρχηγός της Μπατσαρίας και ο αρχι-Αρειος Πάγος..

«Δε θα πιείς?» (Οχι βόϊδι, ξερνάω!). «Εεμ, γκουχ, εεεόχι, να, ήπια ήδη πολύ κι έχω και πρόβλημα με το έλκος μου, με πιάνει ναυτία ξέρετε...». «Ελκος τόσο μικρό κορίτσι?» (Μικρό είναι το μάτι σου!). «Μμμμνα, είναι που... είναι αργά και ξέρετε η φίλη μου κι εγώ...». «Ααααα, δεν πάτε πουθενά, θα έρθετε μαζί μας, έλα, εσύ μαζί μου, φεύγουμε!». «Μα έχω να πάρω τα πράματά μου, μισό λεπτό...». Κοίταζα με μάτια-στιλέττα την Τάνια, στην καρα-κατακοσμάρα της, καλά, θα την κανόνιζα μετά, έπρεπε να κινηθώ γρήγορα...

«Πάω να φέρω το σάκο μου κι έρχομαι!» φώναξα και πετάχτηκα σα βλαμμένο ελατήριο, σπρώχνωντας και πατώντας πόδια γρήγορα-γρήγορα, να προλάβω τουλάχιστον να δώσω σήμα στο Ντίνο ότι κάτι τρέχει...

Φτάνω στα decks, μου κάνει νόημα με το χέρι του («τι τρέχει?»), σκύβει την ώρα που παίρνω τον σάκο μου από κάτω, και του φωναζω μπας και μ’ακούσει: «Αστα, μας θέλει το αφεντικό, δες, μ’εκείνη την παρέα, να πάμε στο ξημερομάγαζο!». «Μ’αυτούς θα πας? Ρε συ ξέρεις ποιοί είναι? Μαφία κανονική! Να σου πω, δε μπορείς να την κάνεις στην ψύχρα?» «Δε μπορώ, είναι και η Τάνια πίσω!». «Βρε χέσ’την Τάνια, σου λέω έμπλεξες!» «Εχεις δίκιο, μα-»... κοίταξα, ο αφεντικός ήταν ήδη όρθιος, μιλούσε στο κινητό. Μαζί και όλοι οι άλλοι, σε κινητά κι ακίνητα – η ώρα των διαβουλεύσεων ήταν? Την Τάνια την έκρυβαν κάτι όρθιοι, αλλά αυτό που με παραξένευε όλη αυτήν την ώρα ήταν που δε μου μίλησε, ούτε νεύμα ούτε τίποτα, και τώρα μάλιστα σα να το διασκέδαζε κιόλας... Παράξενα πράγματα....



Ε ρε μια απο αυτές τις μέρες θα έμπλεκα πολύ άσχημα! Καλά μου τό’λεγαν πως η νύχτα, και για τα πρόβατα, ήταν μεγάλη βρώμα... Κάτι παιζόταν, πολύ μεγαλύτερο από αυτό που έβλεπα και δε γινόταν να καταπιαστώ τώρα, ήμουν ακόμη μουδιασμένη από την θύμιση του... Αι στο διάβολο, ούτε τ’όνομά σου δεν θα καταδεχτώ να πω, καθήκι! Θα πήγαινα μαζί τους, έτσι, για τη φάση, «μια ζημιά ακόμη τι πειράζει?»

Αρχισα να ψαχουλεύω τον σάκο για τίποτε της προκοπής, που ήμουν με το πουκάμισο πάνω απ’τα ξεκούμπωτα τα ρούχα της δουλειάς – δύσκολο, με τόσο νταβαντούρι γύρω-γύρω και τα φώτα να στροβιλίζονται... Ετσι οπως ήμουν με γυρισμένη την πλάτη στη πίστα, κάποιος ήρθε άξαφνα από πίσω μου, με στρίμωξε στον πάγκο των decks, αγκαλιάζοντας με σφιχτά και σκύβοντας από πάνω μου. Πάγωσα, αλλά πριν προλάβω να αντιδράσω, με περικύκλωσε με το ένα χέρι μέση-κοιλιά και το άλλο το γλύστρισε αστραπιαία κάτω από τα ρούχα μου – σε μία κίνηση όλα αυτά- και μου χούφτωσε το βυζί αναπνέοντας στο σβέρκο μου: «Τι έγινε μωρό μου, με περίμενες?»

Τόμπολα!

Εκλεισαν της ζωής οι δρόμοι....

Κλείσαν όλα, διακόπτες, ρελέδες, έσβησε ολόκληρος ο κόσμος και πόσο-ΔΕ-με -νοιάζει, ήσουν εσύ! ΕΣΥ!... Πήγα να γυρίσω, να σιγουρευτώ, αλλά με κράταγες σφιχτά και δε μπορούσα να κουνηθώ. Σε δευτερόλεπτα, στόμα ξερό, στομάχι στριφτό, αποκλείεται! Πώς, πού?... Ο Ντίνος μας πήρε πρέφα και κάτι πήγε να πει, αλλά του χαμογέλασα κάπως, του έγνεψα «οκ, άσε με τώρα» και μύρισα τη λατρεμένη σου μυρωδιά... Αυτή που μου έκαιγε τον εγκέφαλο κι άνοιγε τις κάνουλες με τις ορμόνες – τι ήταν αυτό? Ονειρο, δε μπορεί... Υπόγεια έκρηξη και πού καταφύγιο...

«Σου έλειψα μωρό?» γρύλλισες κι άρχισες να μου γλύφεις τ’αυτί, ανασαίνοντας στα μαλλιά μου – το άρπαγμα εκεί, η πλάτη μου κολλημένη πάνω στο στήθος σου, εσύ σκυφτός, τα χέρια σου πόντο από κει που έσφιγγαν... Ποιό club, πού ήμουν, ήθελα να ουρλιάξω «πάρε με, πάρε με από δω, πάρε με τώρα... σκάσε και πάρε με...». Αλλά μούγκα, λόγια σκαλωμένα, δε μπορούσα να το πιστέψω...

Προσπάθησα να συγκεντρωθώ, «... Τ-τι κάνεις, τι γυρεύεις εδώ?» σε ρώτησα, κοιτώντας ακόμη μπροστά μου, μια που δε μ’άφηνες να γυρίσω... «Ε, τι, μόνος μου θα πέρναγα τα γενέθλιά μου, ή μήπως το ξέχασες, ε?» (τι το ξέχασα, αγόρι μου, πού νά’ξερες!). Και τότε κούνησες το ένα χέρι, το σήκωσες και είδα που κρατούσες κάτι, σαν πανί, μαύρο, τσαλακωμένο στη χούφτα σου... Ηταν ένα μακώ, κομμένο? Πάντως, στενό, με γραμμένο κάτι – πού να διακρίνω όμως στο χαμό με σένα πάνω μου....


Μ’έσφιξες πιο πολύ- «Θυμάσαι που σου έλεγα ότι οι μόνοι άνθρωποι που μου αρέσουν είναι οι τρελλοί, οι θεότρελλοι... Οι τρελλοί και παλαβοί με τη ζωή, να τη ρουφήξουν? Ε, το βρηκα σ’ένα μαγαζί και στο πήρα, κι ήρθα να στο δώσω... απλώς το έκοψα λιγάκι... κι ελπίζω να πέτυχα να είναι τα μισά απ’έξω...» Γέλασες, κι η μυρωδιά σου με κατάπιε. Μαζί και κάτι καινούριο στην αίσθησή σου, μια μυρωδιά καμμένης καραμέλλας… Τώρα το πρόσεχα, μου τρύπησε τα ρουθούνια έτσι όπως με γύρισες να με δεις επιτέλους... Και να σε δω... Αγάπη μου....

Πέρασε μία μου ζωή ολόκληρη χωρίς εσένα.

Ολόκληρη!

Μισή....

Γιατί ήταν σαν και χτες και ξεκινούσες νέο γύρο, επιτέλους, επιτέλους, ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ!...

Ολα γύρω μας έμειναν ακίνητα και το μόνο που μπορούσα να κάνω ήταν να σε κοιτάζω και να θυμάμαι ν’αναπνέω... Ενας Θεός ήξερε πόσο ήθελα εκείνη την ώρα να σε αρπάξω και να μην σ’αφήσω να κουνηθείς. Να σε φιλάω μέχρι να ματώσουν τα χείλια σου, να παγώσω το χρόνο... Πόσην ώρα είμασταν έτσι? Ούτε 2-λεπτο δεν θα ήταν, αλλά για μένα, το να στέκομαι αποσβολωμένη για να μην σε χάσω ήταν διεσταλμένα χρόνια. Σα να μού’ριξαν κάτι στο ποτό προηγουμένως κι είχα παραισθήσεις, σα να κοιμόμουν και φοβόμουν μη ξυπνήσω πάλι μόνη μου.

Δεν το πίστευα, δεν ήμουν καν εκεί...




Τραινάκι σε λούνα-παρκ, η καρδιά μου, το μυαλό μου, κανονικά!

Σε χάζευα αμιλήτου εντελώς. Με την άκρη του μυαλού ήξερα πως οι άλλοι με περίμεναν και θα έβρισκα τον μπελά μου έτσι και δεν πήγαινα σφαίρα, αλλά τα πόδια μου μολύβι μπροστά σου. «Ει, μωρό, έτσι θα με κοιτάζεις?» γέλασες αυτάρεσκα στα μούτρα μου, ανυποψίαστος του τι θύελλα φούσκωνε μέσα μου εκείνη την ώρα... Να γεμίζει θεόρατο το (χαβανέζικο!) κύμα του «πού σκατά ήσουν τόσους μήνες». Και να υποχωρεί γρήγορα η άμμος από κάτω μου «χάνεις έδαφος, όσο κάθεσαι εδώ, κουνήσου, συνέχισε τη ζωή σου, αυτός σε λίγο θα εξαφανιστεί και πάλι, φύγε, φύγε, τρέχααα...».

«Ελα, εγώ είμαι, τι με κοιτάζεις έτσι?... Σε είδα και πριν, βλέπω γουστάρεις το ίδιο τρελλά να χορεύεις, ε?». Α ρε, αν σου έλεγα γιατί σε κοιτάζω έτσι και τι θα γούσταρα πραγματικά, θα τρόμαζες. «Θα χορέψεις για μένα?» και να το γελάκι σου το ανυπόφορα τέλειο... Αν θα χορέψω λέει? Μωρέ και στην κόλαση ξυπόλητη, το χορό του ζαλόγγου μόνη μου, ό,τι μου ζητήσεις, αρκεί να με πάρεις... Πώς να στά’λεγα όμως αυτά, άνοιξα το στόμα μου και... τζίφος, μουγκαφόν!

Ηθελα να σου πω τόσα πολλά, είχα κάνει τόσες φορές πρόβα τα λόγια μου για τη στιγμή που θα σε ξανάβλεπα... Είχα σενάριο να σε διαολοστείλω, και σενάριο να σε υποδεχτώ με κόκκινο χαλί, αναλόγως. Μα τώρα δεν θυμόμουν ούτε καν τον πόνο που μου έδωσες, τίποτα. Ολες οι κλήσεις «πέρασες με κόκκινο» σβήστηκαν, μόνον εσύ είχες σημασία...




Ομως μες τα φώτα και τα κλαρίνα ο χρόνος μου έδωσε χαστούκι, οι άλλοι κινιόντουσαν προς τα έξω και τι να σουπω τώρα... « Εεεεεε... άκου, εχμ, πρέπει να πάω με το αφεντικό και την παρέα του, αυτούς τους τύπους που βλέπεις νά’ρχονται...». Τι σου έλεγα, κλώτσαγα την ευκαιρία να σε δω, στα δόντια κιόλας. Να σε πιάσω, πότε? Γαμώ την τύχη μου γαμώ!

Γύρισες το κεφάλι σου να δεις. Η αγκαλιά σου ακόμη εκεί, το μόνο που με κρατούσε να μην φλιπάρω. Ευχήθηκα να είχες κάποιο άσπρο άλογο απ’έξω, με φτερά αν γινόταν, κάνα αμάξι, μηχανή, κάτι, να φεύγαμε αμέσως απ’το club, αλλά σιγά... Γύρισες συνοφρυωμένος «Τους βλέπεις μωρό αυτούς τους δύο, μπροστά στο μπαρ με το φως? Εκεί που έχει αραιώσει ο κόσμος? Ε, με ψάχνουνε... Δε θέλω να με βρούνε, μεγάλη ιστορία, θα στα πω σε λίγο, έχει κάπου να πάμε μέχρι να φύγουνε?»

Ωχωχωωωωχ, εμένα να με πλησιάζουν δύο από τα γομάρια του Μεγάλου, εκείνον να τον κυνηγάνε, «Μννναι, αλλά η Τάνια-» «Βρε άσε μας τώρα με την Τάνια, πάμε και θα σου εξηγήσω...».

Στράβωμα. Τίποτε δεν μου άρεσε στην τροπή. Προειδοποιητικά καμπανάκια. Αλλά ήμουν πολύ ερωτευμένη για να τ’ακούσω.

Ποιά καμπανάκια?


Διάφοροι μας ψιλοκοίταξαν απ’την ουρά για τις τουαλέττες, εμείς όμως έπρεπε να κινηθούμε γρήγορα. Ανοίξαμε, προχωρήσαμε μέχρι το τέρμα του διαδρόμου, που είχε τα βοηθητικά δωματιάκια (ένα έβγαζε στο πάνω μέρος, το γραφείο του αφεντικού με τη τζαμαρία-εποπτεία, να βλέπει το.. γήπεδο, το μαγαζί). Αν μας έπιανε κανείς εδώ, την είχαμε βαμένη άγρια. Σε πήρα από το χέρι και μπήκαμε στο προτελευταίο, ένα δωμάτιο-αποθήκη για τα ποτά στα ορίτζιναλ μπουκάλια, για καμμιά έφοδο για έλεγχο, ευτυχώς ξεκλείδωτα... Ο φοβος φύλαγε τα έρμα, σιγά μην κλείδωναν, ποιός τολμούσε να μπει στα άδυτα?

Εμείς... Δε χωράγαμε καλά-καλά. Τίγκα μέχρι το ταβάνι στα κιβώτια, το μάτι σου δεν έβλεπε τοίχο πουθενά, ένα στενό διαδρομάκι στη μέση όλο κι όλο. Μόλις μπήκαμε, άναψες το φως στα μουλωχτά (τι φως, ένας γλόμπος στο καλώδιο). «μηη! θα μας δούνε!» - εσύ cool, κλείδωσες την πόρτα γρήγορα-γρήγορα, πέταξες τον σάκο στο πάτωμα, μ’έπιασες σφιχτά, κόλλησες –επιτέλους!- το στόμα σου στο δικό μου, και δεν ήξερα τι να πρωτοκάνω, να χαθώ στο φιλί σου, να ουρλιάξω για όλα όσα μου είχες κάνει, να σε βομβαρδίσω με ερωτήσεις τι έκανες και πού και τι θα γίνει με μας...

Τι πρώτα, ν’αναστενάζω, να γίνομαι ζυμάρι στα δάχτυλά σου, να ανησυχώ γιατί ήταν θέμα λεπτών το πολύ να μας βρούνε και να μας μπαγλαρώσουν (τουλάχιστον εμένα!), να σου κλείσω ραντεβού γι’αργότερα, να κάτσω εδώ, τι να κάνω Θεούλη μου?!

Ε, το μόνο που μπορούσα να κάνω είναι να στέκομαι να φιλιόμαστε και να μπαλαμουτιαζόμαστε πάνω χέρι - κάτω χέρι... Μ’έσπρωξες πάνω σε κάτι κούτες, που έκαναν σαν ψηλό καθισματάκι, μου άνοιξες –ξηλώνοντας- το πουκάμισο, μου έβγαλες τ’από μέσα, «είσαι τρελλός, τι κάνεις, θα μας δούνε!». Εξω άρχισαν ν’ακούγονται θόρυβοι – εσύ σε δευτερόλεπτα μου φόρεσες το μακώ που μου είχες φέρει και γελώντας εντελώς σαν joker είπες «Χρόνια μου πολλά!». Ξεκολλάω από πάνω σου, κοιτάζω προς τα κάτω και τι να δω, έτσι που το είχες κόψει, πλευρά, μέση, αφαλοί όλα έξω! Μέχρι να σου γελάσω κι εγώ, με ανέβασες στις κούτες με την πλάτη στον τοίχο και σκύβοντας μου άνοιξες τα πόδια – WHOOΟAH!

Πανικός!

Απ’έξω άκουγα κάτι φωνές, περπατήματα πάνω-κάτω, αλλά είχα άλλο πρόβλημα τώρα! Κατάλαβα, αλλά την ώρα που ανέβαζες φουστάκι κι έπιανες το καλσόν για σκίσιμο, αρχίζω τα «...μα δεν πρόλαβα να κάνω ντους πριν γιατί δεν ήξερα πως-» και το ύφος σου όπως ανέβασες το κεφάλι να με κοιτάξεις τα έλεγε όλα. Ενα σιγανό «Χαλάρωσε!» δεν ήταν ποτέ πιο περιεκτικό... Ωωωω ρε, ώρες ήταν να μπει κανένααας!

Στα βιαστικά γραπώματα και γλειψίματα, σταμάτησες μόνο λίγο και καρφώθηκες στα μάτια μου την ώρα που τα χέρια σου παραμέριζαν ευλαβικά το στριγκάκι... Το θυμόμουν αυτό το βλέμμα, το ξαναμμένο, μόνο που τώρα ήταν πιο θολό... Εσκυψες για... «damage control baby!», γονάτισες ανάμεσα στα πόδια μου- instant karma!

Με ξανάκαψε στιγμιαία αυτή η μυρωδιά της καραμέλλας - μπααα, ιδέα μου θα ήταν, πώς θα μπορούσε να – Ιι-αα!... ΘΕΕ ΜΟΥ! Βαθειά ανάσα, έσπρωχνε το διάφραγμά μου να χωρέσει ο αέρας, αλλά αυτό δεν κατέβαινε – η αναπνοή μου γινόταν όλο και πιο ρηχή, και πιο άρρυθμη, βογγητά που προσπαθούσα να πνίξω θα με έπνιγαν εκείνα πρώτα... Tο μπλουζάκι-δώρο το έβγαλα γρήγορα, το στήθος μου έκαιγε για το άγγιγμά σου... Τα πόδια μου στους ώμους σου, τα ρουφηχτά φιλιά σου όλο και πιο μέσα...

«Χρόνια σου πολλά...» ψέλισσα, κι ό,τι ήμουν ποτέ, ό,τι μα ό,τι, εσύ εκεί. Τελεία. Ζεστή η γλώσσα σου κι επικίνδυνη, πάνω στο-


ΜΠΑΜ ΜΠΑΜ ΜΠΑΜ!!!!

Την καταδίκη μου! Λαχανιασμένη, δεν ήξερα τι γινόταν. Ποιός, τι σκατά, πάνω που λιποθυμούσα από ηδονή, κάποιος άρχισε να βροντάει την πόρτα και να φωνάζει διάφορα, μ’έψαχναν! Τρόμαξα. Εσύ ησουν πιο κουλαριστός, σηκώθηκες, the moment gone for ever! Μου’ρχόταν να βαρέσω το κεφάλι μου στον τοίχο, να κλάψω, αλλά-

ΜΠΑΜ ΜΠΑΜ ΜΠΑΜ!!!!

δε μ’έπαιρνε- σε άρπαξα εγώ από το χέρι και σε ρώτησα «τι θα γίνει, θα το συνεχίσουμε? Ελα σπίτι μου μετά...» μες την αγωνία και τη σύφιλη. «Θα έρθω, βγες μόνη σου τώρα». Μα, κλείνουν τα σαλιωμένα τα μπούτια έτσι εύκολα αγόρι μου? Ισιωσα τα ρούχα μου πρόχειρα (ποιά ρούχα...), μου έδωσες και τον σάκο μου, ωραία, όσο περνούσε η βραδυά, φαινόμουν όλο και πιο κώλος, να δω μέχρι το ξημέρωμα πώς θα ήμουν! «Πότε θα’ρθεις?» «Θα έρθω, να σου φτιάξω πρωινό, άντε τώρα!». Εγλειψες τα χείλη σου, πεταχτό φιλί, άνοιγμα πόρτας, βγήκα με φόρα να τους κόψω τον αέρα που μας έκοψαν τα γουρούνια, πού να ήξεραν τι ζαριά έπαιζα εγώ εκεί μέσα...



Σχεδόν έτρεχα, και οι φουσκωτοί ξωπίσω μου, ξέπνοη, με τη γεύση σου στο στόμα μου, το κορμί μου ακόμη αναψοκοκκινισμένο, ω ρε προσγείωση, ξανά στη φασαρία των ελληνικών «Red bull, sensi-bull, musi-cull, χάϊντε!». Εψαξα με τη ματιά μου να βρω πού είναι οι άλλοι, να τους κάνω καμμιά χαριτωμενιά μπας και την σκαπουλάριζα τελικά.

Βάδισα γρήγορα και ζαλισμένα προς την είσοδο/έξοδο του μαγαζιού, που είχε φώτα και κόσμο, δεν θα μου έκαναν τίποτα με τόσους... μάρτυρες δεν είναι? Μ’έπιασε ο ένας κι άρχισε να με κατευθύνει προς την άκρη του πάρκινγκ κι ετοιμαζόμουν να κάνω σκηνή, όταν είδα πού με πήγαινε... Μπλέξιμοοοο... Τα τελευταία μέτρα με πήγε σχεδόν σηκωτή σε μία α-τι-ωραία-μαύρη-λιμουζίνα, σαν κι αυτές στα περιοδικά, και με ύφος «Αντε δεσποινίς μου, έχουμε και δουλειές» με... απίθωσε μπροστά στις κλειστές πόρτες.



Με το που άνοιξαν, να η μουσική, να δυό γυναίκες έξω-έξω να βολεύονται στο κάθισμα, γυαλιστερές, κάποια παρέα στο βάθος, ένα ζευγάρι παραδίπλα να γελάει ακατάπαυστα, κάτι σε ύαινες μου έφερνε, όλοι μέσα ανάκατοι... Κέφι όχι πηγαίο όμως, φτιαχτό, πολυέστερ... Ν’αστράφτουν τα φώτα της μαρκίζας στις λαμαρίνες της, το τελευταίο που είδα, όταν ένας φουσκωτός με πήρε σαν παιχνιδάκι και μ’εβαλε μέσα. Μόλις μπήκα, οι μυρωδιές ήταν τόσο γλυκερές που κόντεψα να πέσω κάτω, όλοι μ’ένα ποτήρι στο χέρι κι ένα μίνι-μπαρ τίγκα στο αλκοόλ. Και τόσο μέηκ-απ λες και θα παίζαμε Φελλίνι, δύο κοπέλλες είχαν ανέβει στα γόνατα κάποιων από τους κακάσχημους του Νονού, και ναι, επιτέλους, η Τάνια!

Πόρτα-γωνία, να μου χαμογελάει, αλλά μου ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι – δεν ήταν πλέον η Τάνια η ήσυχη που ήξερα, η φίλη μου. Ναι, δεν έκανε τίποτα, αλλά ήταν τόσο στα νερά της που κατάλαβα ότι δεν ήταν ή πρώτη φορά που τους συναντούσε όλους αυτούς... Τι μου έκρυβες ρε ούφο?

Δεν πρόλαβα όμως να καθήσω, και μου άρχισαν τα «έλα δω» κι «έλα δω», και τελικά με έκατσαν ανάμεσα σε δύο νταγλαράδες στριμωχτά. Νά’το και το αφεντικό απέναντί μου, νά’τος κι ο κολλητός ο Μεγάλος, στα πόδια τους γονατιστές –τι κλισέ!- δυό πιτσιρίκες, και στυλ όλοι-μια-μεγάλη-παρέα-απλώστε χέρι-ελεύθερα... Δεν μ’έπαιρνε για πολλές μαλακίες, ήρεμααα...

Ωπ! Ξεκινήσαμε κιόλας, και με τη μία ο δεξιά μου άρχισε να μου πιάνει το σκισμένο μου καλσόν και να μου κάνει πλακίτσα. «Τι έχουμ’εδώ? Σου σκίστηκε κάνα καλτσόν?» (πού νά ξερες πώς, κωλομαντράχαλε!) και δε με έβλεπα καθόλου καλά... Επρεπε να σκεφτώ τώρα αμέσως πώς θα ξέμπλεκα από κει μέσα... Τι να έκανα, μάλλον θα το έσκαγα μόλις μπαίναμε στο επόμενο μαγαζί, μες τον κόσμο κάποια ευκαιρία θα έβρισκα...

Προς το παρόν τουμπεκί, να έβλεπα τι παιζόταν, να κόψω φάτσες... Ολοι μιλούσαν ταυτόχρονα, και την ώρα που στήλωσα τα μάτια μου να δω την Τάνια, να πιάσω το βλέμμα της να της κάνω κάνα νόημα, κάποιος είπε δυνατά «Γιααα ελάτε, άσπρη πούδρα ξέξασπρη, κι απ’τον ήλιο ξεξασπρότερηηηηη!». Την εισαγωγή αυτή υποδέχτηκε η «παρέα» ομόφωνα, με ένα δυνατό «Ωωωωω!» και άλλαξε η στάση τους: από κει που ήταν χωμένοι στα δερμάτινα καθίσματα, χαλαροί κι ωραίοι, ξαφνικά τα μάτια τους πετούσαν σπίθες, με μια «πείνα» περίεργη, καλοκρυμμένη, σίγουρα όχι από αυτές που ήξερα...

Μέχρι να καταλάβω προς τι όλος ο ενθουσιασμός, σκύβει από παραδίπλα μου το πρωτοπαλλήκαρο, μου κοτσάρει με το ένα χέρι ένα χρυσαφί ψιλό-ψιλό σωληνάκι και με το άλλο έναν καθρέφτη με στοιχισμένες άσπρες γραμμούλες σαν από ταλκ...

Τώρα, δέσαμεεεεε!...

Πανικόβλητη γυρνάω το βλέμμα μου στην Τάνια, όπου βλέπω να έχει στο χέρι της ένα παρόμοιο σωληνάκι και να το κουνάει χαμογελώντας μπροστά στο πρόσωπό της. Καρφώνοντάς με με τα μάτια κιόλας! Με το μου λέει το παλληκάρι «Ελα, σαν καινούρια στην παρέα, έχεις την τιμή να δοκιμάσεις πρώτη – μη φοβάσαι , είναι καλό πράμα, δεν θα πάθεις τίποτα...» μου κάνουν «κλικ» όλα... Λίμο, αφεντικά, γκόμενες, φουσκωτοί, προς άγραν ευφορίας... Ποιό after-hours, σε καμμιά βίλα πηγαίναμε, να μας βρουν τα κανάλια πίτα, τ’ανάσκελα, τρεις μέρες μετά, κι αυτό από φλύαρο γείτονα, όχι ότι θα ενδιαφερόταν κάνας δικός μας, να μας παίζουν non-stop «νεαρές κοπέλλες μπλεγμένες σε σπείρα / όργια σε ήσυχο προάστειο...»

Πω ρε μπλέξιμο!

Τινάχτηκα επάνω (με προσοχή μην τινάξω τη σκόνη και με καθαρίσουν επί τόπου!), κι άρχισα να κάνω ότι μου ερχόταν εμετός: σειρά τα «γκλάου-γκλουπ» και οι αναγούλες και ό,τι είχα σε ηχητικό εφέ, να φωνάζω «ΑΚΡΗΗΗ ΘΑ ΞΕΡΑΣΩΩΩ!» και βουρ στο αφεντικό, να του κάνω ότι θα τα βγάλω πάνω του. Χαμός στη λιμουζίνα!!! Να φωνάζω «ΕΝΑ ΓΙΑΤΡΟΟΟ!», και «ΣΑΚΟΥΛΑΑΑ!» και ν’αρχίσω να μαζεύω σάλιο και να του το φτύνω με αναγουλιαστικό θόρυβο (εκεί κόντεψα να ξεράσω στ’αλήθεια!). Να χτυπιέμαι πάνω του, φρικάρισε ευτυχώς ο δικός μου, φώναξε να σταματήσουν, και με κατέβασαν οι φουσκωτοί (μες τη σιχασιά μην... αδειάσω πάνω τους) κακήν-κακώς στη μέση της λεωφόρου. Μου πέταξαν και το σάκο στην άσφαλτο, μου γκάριξαν κι ένα «Ετσι και μιλήσεις, ξέρουμε ποιά είσαι!» κι έφυγαν για το ξεσκέπαστο πια σενάριο...


Τα μάζεψα γρήγορα, μη με πατήσει και κάνα αυτοκίνητο, είδα σ’ένα ρολόι σε τοίχο τράπεζας πως ήταν ήδη 5 παρά, δεν είχα καταλάβει καθόλου πώς πέρασαν αυτές οι ώρες, το μόνο που καταλάβαινα ήταν ότι χρειαζόμουν μπάνιο, ύπνο και να κάτσω να σκεφτώ... Πολλά μαζί, η αδρεναλίνη μου είχε χτυπήσει κόκκινο κι ακόμη παραπέρα, το κεφάλι μου όπως προχωρούσα, σέρνοντας τα πόδια μου, νόμιζα πως θα σκάσει.

Ο σάκος ήταν ασήκωτος, η νύχτα ήταν ασήκωτη, η ζωή μου όλη μέσα σε λίγες ώρες είχε γυρίσει πάλι εκεί που δεν την άντεχα... Στο «φεύγω γιατί είσαι εσύ και γιατί είμαι εγώ»... Και θα είχα και τα κοπρόσκυλα της νύχτας από πάνω μου τώρα – πώ ςκαι τη γλύτωσα τόσο φτηνά?!

Με χτυπούσε ο αέρας στο πρόσωπο, περπατούσα, παραπατούσα μάλλον, άντε να βρω ταξί. Ποιός θα σταματούσε βέβαια τέτοιο χάλι που είχα, για πρεζόνι θα με πέρναγαν...

Επρεπε πριν ξημερώσει να είμαι σπίτι μου (το κεφάλι μου!). Αν ερχόταν εκείνος και δεν ήμουν ακόμη εκεί? Αν έφευγε? (το κεφάλι μουου!) Αν αυτό ήταν όλο τελικά– και τον κυνηγούσαν και ξανά-εξαφανιζόταν? Και την άλλη, θα την ξεμάλλιαζα. Κολλητή να σου πετύχει! (το κεφάλι μου, σπίτι να χαπακωθώ στις ασπιρίνες γρήγορα!)

Επρεπε να βιαστώ.

Ενα βήμα τη φορά.

Πριν ξημερώσει σπίτι μου και βλέπουμε...