With All Adrenaline Pumping - Vol.I
Παρασκευή μεσάνυχτα – η τέταρτη Παρασκευή στη σειρά που το κλάμπ έσκιζε! Με το άνοιγμα, κατ’ευθείαν δύο οι πόρτες. Μία «VIPs», για τους και καλά επώνυμους, τους φίλους του μαγαζιού και τους τακτικούς φραγκάτους με τραπέζι και μεγάλη ζημιά κάθε βράδυ. Και μια για όοοολους τους άλλους, τους ανώνυμους, τις παρέες, τους πιτσιρικάδες με το κέφι αλλά και τα λίγα στις τσέπες... Βέβαια αυτοί ήταν που ξεσκιζόντουσαν στο χορό κι ανέβαζαν όλη τη βραδιά, μια και οι άλλοι έπιαναν τραπέζι ή σεπαρέ και την έβγαζαν καθιστοί, να κόβουν κίνηση. Με τις πιο φτυσμένες γκόμενες. Τις έφερναν για συνοδεία και όλη την ώρα κυαλάριζαν τις υπόλοιπες... Κι αυτές δηλαδή το ίδιο έκαναν, τους είχαν εισητήριο να μπαίνουν τζάμπα, να πίνουν τα ποτάκια τους, και να ψάχνουν το επόμενο ζώον να του κολλήσουν...
Εγώ είχα έρθει να δουλέψω από σφήνα, έφαγε σούρδα με τη μηχανή η τρίτη στη σειρά χορεύτρια (σε σύνολο πέντε) την ημέρα πριν το grand opening και έψαχναν σαν παλαβοί από τον κύκλο τους, μη βάλουν και καμμιά άσχετη μέσα. Ηταν μαγαζί που έβαζε κορίτσια επαγγελματίες να χορεύουν στο πατάρι, τα decks και τα μπαρ. Στυλάτες όμως, όχι δεύτερες, χορεύτριες κανονικές, όχι από τις άλλες για κονσομασιόν (αυτό ήταν βρισιά στο μαγαζί, η PR-τζού μας τα έπαιρνε έτσι και τ’άκουγε!)...
Ηταν το κύμα που ανέβαινε, ο κόσμος να έρχεται στο κέφι και να τα δίνει όλα εδώ, είχαμε πουλήσει μούρη σε όλα τα life-style περιοδικά & τις εκπομπές – κι όχι, απαγορευόταν να δίνουμε υλικό σε πρωϊνάδικα και κουτσομπολίστικα... Ο αρχηγός ήθελε κλασάτο πράμα, να ψαρώνει ο άλλος και να μας υπολογίζει. Ετσι ή αλλιώς με τον κόσμο του και μόνο γεμίζαμε για όλη τη σαιζόν...
Το μαγαζί με το που ανεβαίναμε εμείς, να σείεται, να χορεύει από το πρώτο πρόγραμμα, με όλα τα techno και τα dancepop, να γίνεται χοντρή κατανάλωση. «Καλό το κέφι, αλλά καλύτερο το λεφτό!» μας γκάριζε το αφεντικό, και κρυφοκαμάρωνε για μας στην παρέα του, τους «μέσα»... Μέχρι να βγούμε, το πολύ-πολύ να ανέβαινε καμμιά πελάτισσα σε κάνα πίσω τραπέζι, σε καμμιά καρέκλα, της ρίχναν το προβόλι στα μούτρα να την δει ο κόσμος, και στο λεπτό κομπλάριζε και κατέβαινε!
Εμένα δε μ’ένοιαζε καθόλου τι έλεγε ο... άρχοντας, τρελλάθηκα από τη χαρά μου με την ευκαιρία: να μπω, να τα δίνω όλα μέχρι να τσιτάρουν τα vibes, και μετά τέλος, να κάνω ό,τι γουστάρω μέχρι να κλείσουν, ακόμη και να φύγω. Μέτρια λεφτά, αλλά για τρία βράδυα όλα κι όλα την εβδομάδα, μια χαρά ήταν! Και πήρα τη θέση πατάρι, μόνη μου (οι άλλες ήθελαν να φαίνονται, να πουλήσουν μούρη μετά, μπας και μπουν ανθυποφωτογραφία σε κάνα περιοδικό) – εγώ χέστηκα!
Το πατάρι ήταν με γυάλινο πάτωμα, μπορούσα να τους βλέπω όλους, να χορεύω όπως ήθελα, με την άπλα μου. Μαζί μου θα είχα το «μπαλετάκι», τρία αγόρια που απλώς θα ακολουθούσαν ψιλο-χορεύοντας κι αυτοί τις κινήσεις μου. Θα φρόντιζαν μη μου κολλήσει κανείς, μη γίνει κάνας τσαμπουκάς, τέτοια... Την τύχη μου όμως! Δύο σφιγμένοι (πώς να κάνω παιχνίδι χορεύοντας μαζί τους, δεν συντονιζόμασταν, ερωτισμός ψοφίμι μεταξύ μας...) κι ένας κολλημένος με την πάρτη του (θα του έκαναν εξώφυλλο στο Μax-i, αλλά ο φωτογράφος δεν τον προχώραγε γιατί δεν του κάθησε...).
Είχα κολλήσει με τη φάση, γουστάριζα όσο δεν έπαιρνε, ήμουν καραζώντανη και μου ερχόταν να ουρλιάξω! Στο γραφείο το πρωί δεν μπορούσα ούτε γραμμή να διαβάσω, τι τις ήθελα εγώ τις μεταφράσεις... Χοροπήδαγαν οι λέξεις μπροστά μου, όπως με ένοιωθα ότι θα χοροπηδούσα κι εγώ στο κλαμπ! Εκανα τις κινήσεις στο μυαλό μου, ό,τι είχα μάθει στη σχολή χορού με την τρελλή την καθηγήτρια της jazz. Που μας έβαζε τα πιο σέξυ τραγούδια που της έρχονταν, από Ορλεάνικα μέχρι ντίσκο, και ήταν λες και το έκανε σε όλες μαζί! Και μετά ό,τι μου έβγαινε εμένα...
Χόρευα από μέσα μου, μη γίνω και ρόμπα, μέχρι τις άκρες των δαχτύλων μου, με έβλεπα, κοφτές κινήσεις και freeze-frames, στο μπλέντερ με συνεχόμενες ανατολίτικες κινήσεις... Σχεδόν άκουγα τη μουσική στ’αυτιά μου... Την ημέρα των εγκαινίων πάντως, ούτε να καθήσω δεν μπορούσα από την έξαψη, έτρεχα σαν τρελλή να είμαι δυό ώρες πριν – και τ’αξιζε μέχρι τελευταίου ιδρώτα!...
**********************************
Παρασκευή λοιπόν, η τέταρτη στη σειρά, είχα πάρει πλέον τον αέρα της ιστορίας, έβγαινα μετά το εισαγωγικό με τις μελούρες και τα κλασικά χιλιοπαιγμένα, τη στιγμή που από πράσινο-κίτρινο που έβγαζαν τα μικρά lasers, έμπαιναν τα μπλε-μωβ τα μεγάλα, με τις δέσμες για το laser show... Είχα ένα, το ακτινωτό, πάνω μου, και το φως του, με τον καπνό από τον ξηρό πάγο με έφτιαχναν κανονικά, ωδή στο Νάρκισσο με τα πολλά ντεσιμπέλ!
Είχα σήμερα όρεξη για 80’ς ντύσιμο, με το κορδελλάκι πάντα σφιχτά στο λαιμό – μου θύμιζε (αλλά και με εξαγρίωνε), να γιορτάζω κάθε φορά χορεύοντας, το διώξιμο... Την ελευθερία μου... Είχε έρθει κι η κολλητή μου, η Miss Congeniality, και την υποδέχτηκα μες τον κόσμο που είχε αρχίσει να πυκνώνει, με από πάνω πουκαμισάκι και μαλλάκια φοιτητριούλας. Ασε, θα την έπαιρνε την κρυάδα μετά όταν θα με έβλεπε, τουλάχιστον να ήξερε ότι ήμουν εγώ πριν, και θα ήμουν και μετά το νούμερό μου.
Την έβαλα από την πόρτα των VIPs, χάρηκε, μια και δεν υπήρχε περίπτωση να την έβαζαν ποτέ σε μαγαζί με το στυλάκι της γραμματέως που είχε... Την έσερνα από το χέρι να την συστήσω σε όλους εκεί μέσα,. Είχε έρθει μόνη και ήθελα να μπορεί να σταθεί κάπου και να μην αισθάνεται εντελώς άσχετη.
Ανέβαζε ο Ντίνος ο Παράλλος την ένταση, ήξερα ότι δεν είχα και πολλήν ώρα, σε λίγο έβγαινα. «Τάνια, από δω ο Χρήστος, ο Μάνος, η Χρύσα και η Κέλλυ» στο μπροστινό μπαρ, «ο Σταύρος και ο Σώζος» τα φιλικά μου γκαρσόνια των ρεζερβέ (οι άλλοι ήταν μαλάκες, δεν τους πήγαινα), «να και η Ελευθερία στην πόρτα με τον Ιάσωνα και τον Bruce», «γειά παιδιάααα, να και η Βίκυ με την.. την...» «Αννιέτα!», «ναι, γειά σου Αννιέτα, τα κορίτσια στα πίσω τραπέζια...». Ονόματα, ονόματα...Μόλις τους σύστηνα την Τάνια, την χαιρετούσαν εγκάρδια αλλά με βιασύνη, να προλάβουν τα πρώτα, πριν αρχίσει να γαμιέται ο Δίας και μπουκάριζαν όλοι, να γίνει πανικός εκεί μέσα...
Κοίταζε γύρω σα χαμένη. Περπατούσε με το ζόρι ανάμεσα στα τραπέζια, κι ήταν πολύ γλυκειά, έτσι, που είχε κάνει την προσπάθεια για χάρη μου... Με το ζόρι την έβαλα να σταθεί κοντά στα decks των djs, μια υπερυψωμένη πλατφόρμα με θέα σε όλο το μαγαζί, πίστα και τραπέζια, να μην είναι εντελώς ξεκρέμαστη. Διάφοροι φίλοι (φίλοι, καλά, γνωστοί πες) εκεί γύρω, της έδειξα κάνα-δυό, μπορεί να ψηνόταν και τίποτε, να είχε και τα τυχερά της όσο έλειπα...
«Τάνια, απο δω ο Ντίνος, το πρώτο αστέρι στο d-jaying, ο rock-da-house μας, υπεύθυνος για όλες τις λαχτάρες των... μανάδων ravers πριν από λίγα χρόνια, και τώρα γαμάτος παραγωγός των καλύτερων!» Δεν εντυπωσιάστηκε η κολλητή μου, δεν ήξερε το κύκλωμα... Ωραίος τύπος, είχαμε γίνει φίλοι με τη μία, έπαιζε τη μουσική που με ξεσήκωνε και χόρευα για κείνον (μετά από μένα βέβαια), με νοήματα από το πατάρι, «Ρίξε κι άλλοοοοο!» και ξεφώνιζα καπάκι «WOOOOOOOOH!!!!” (όχι ότι αυτό το άκουγε κανείς με τη μουσική στα γκάζια, αλλά λέμε τώρα...!)
«Κάτσε ένα λεπτό να σου φέρω ένα ποτό και πάω να ντυθώ, εντάξει?» της φώναξα κοντά στ’αυτί για ν’ακουστώ πάνω από τη μουσική. «ΜΗ ΦΕΥΓΕΙΣ!» φώναξε και με γράπωσε απ’το χέρι. «Τι θα κάνω εγώ με όλους αυτούς μέχρι να τελειώσεις?» «Ελα βρε Τανιούκο μου μισή ωρίτσα το πολύ, άντε τρία τέταρτα, μετά θα κατέβω, θα είμαστε συνέχεια μαζί, το βράδυ θα κοιμηθείς σπίτι μου, έλααα...».
Με κοίταξε παράξενα... «Να κοιμηθώ... κανονικά?» «Πώς, ακανόνιστα?». «Εεεμ, ξέρεις, δεν έχεις καταλάβει κάτι όλον αυτόν τον καιρό» συνέχισε, σταυρώνοντας τα χέρια της και κοιτώντας τις γόβες της. Η αμηχανο-στάση της. «Τί’ναι ρε Τανιούκο, πρέπει να φύγω...». «Ε, να, ξέρεις πόσο φίλη μου είσαι, τι φίλη μου, η καλύτερη φίλη που είχα ποτέ, και ξέρεις πόσο σε...». Αμάν! Παύσεις... παύσεις... Βιαζόμουν. «Πες το ρε Τάνια, βγαίνω!». Βαθιά ανάσα «Θέλω να το ξέρεις λοιπόν, είμαι ερωτευμένη μαζί σου και δεν ήξερα πώς να στο πω!».
Κάγγελο!
Εικόνες από εμάς να κάνουμε ΤΙΣ πλάκες μαζί, να αγκαλιαζόμαστε σαν αδερφές, να διασκεδάζουμε, να τρώμε, να κοιμόμαστε η μια στο σπίτι της άλλης, να κουτσομπολεύουμε γκόμενους, να είμαστε κώλος και βρακί, να θάβουμε τ’αφεντικά μας, την οικογένειά μας, να γελάμε, να κλαψομουνιάζουμε η μια στην άλλη, αλλά αυτό? ΑΥΤΟ? ΤΩΡΑ?
«Βρε Τάνια μου, εγώ τ-τι να πω εεε...» κατακόμπλαρα. Και ταυτόχρονα ντράπηκα. Γιατί όταν ο άλλος σου εξομολογείται τον έρωτά του, το πρέπον είναι, στο μαγικό σενάριο που νομίζουμε ότι έχει γραφτεί για μας - και μια ζωή ψάχνουμε σε ποιόν δώθηκε κατά λάθος στο casting- ν’ανταποδώσουμε αμέσως. Και μετά ωραία – ωραία, να φιληθούμε και να χαθούμε στο ηλιοβασίλεμα happily ever-after…
Σκατά, πάγωσε το σύστημα, δεν ήξερα πώς ν’αντιδράσω – τη γούσταρα με τα χίλια, φυσικά τη γούσταρα! Και την χαιρόμουν και σα γκόμενα, την έβλεπα φουλ ερωτεύσιμη και μου την έσπαγε όποτε κάποιος κόπανος της ράγιζε την καρδιά, αλλά όχι έτσι... Τι κάνουμε τώρα? Panic!
Ωχ, τα φώτα άλλαζαν σε μπλε-μωβ, κι ήμουν ακόμη εδώ, ο Ντίνος ανέβαζε μηχανή...
Μαλάκα σκέψου κάτι γρήγορα...
Σε δέκατα του δευτερολέπτου, σκέφτομαι πως το λιγότερο που μπορώ να κάνω, είναι να την φιλήσω. Κάτι σαν "ευχαριστώ για την προτίμηση", και μετά βλέπουμε... Δεν είχα πιεί και τίποτε γαμώ το κέρατό μου, ήθελα να ψυχιάζομαι μόνη μου εκεί πάνω, να φτιάχνομαι με τη φάση, κι όχι να έχω κεφάλι από πριν έτοιμο...
Εκανα το βηματάκι που μας χώριζε, έκλεισα μάτια και λίγο ντροπαλά είναι η αλήθεια, σήκωσα το κεφάλι μου (ήταν και πιο ψηλή από μένα), ΑΕΡΑΑΑ! και την φίλησα.
Σειρά της να μείνει κάγγελο!
Χμμμ... Ηταν σα να φιλάω τον εαυτό μου στον καθρέφτη, μόνο που αντί ν’ακουμπάω κρύο γυαλί, ν’ακουμπάω κάτι ζεστό και μεταξένιο... Τα χείλη της ήταν το ίδιο απαλά με τα δικά μου, κι έτσι όπως την ξάφνιασα, υποχώρησαν λίγο και φίλησα τελικά τα δόντια της... Πού όταν φίλαγα γκόμενο... Πώς ακόμα κι ο πιο άσχετος, προβάλλει κάποια αντίσταση και τελικά φιλιέσαι? Ε, εδώ ήταν σα να έχωσα απότομα κουτάλι σε μους φράουλας και έκανα γούβα στο κέντρο του μπωλ, χαλώντας το τέλειο γλυκό...
Επρεπε να πω κάτι γρήγορα... «Συγνώμη μωρό μου (μωρό μου? μα τι λέω?) αλλά δε μου βγαίνει! Σ’ευχαριστώ πολύ, σ’αγαπώ πολύ, αλλά δεν μπορώ, δεν είμαι εγώ!»
Εμεινε να με κοιτάζει – νομίζω ξέχασε ν’άνοιγοκλείσει τα μάτια της... Μ’αυτά με ακολουθούσε μέχρι να εξαφανιστώ στις σκάλες για πάνω. Σσσσκατά! Επρεπε να τρέξω σαν τρελλή να προλάβω! Την άφησα σύξυλη, αλλά θα τα λέγαμε αργότερα. Τώρα ξεχύθηκα κι έτρεχα ανάμεσα σε κόσμο που στεκόταν με το ποτό στο χέρι, πάτησα και μερικούς στη σκάλα, μπήκα βολίδα στο καμαρινάκι, γδύθηκα με αστραπιαίες κινήσεις (εντάξει, τη... στολή την φορούσα ήδη από μέσα), αλλά έμεναν οι μπότες και το μαλλί...
Σκατά κι απόσκατα, τα πέταξα όλα στη μέση, αλλά αυτά θα κοίταζα τώρα ή τη μουσική που πουσάριζε ο Ντίνος? Ωχ, μάγκα μουουου, κάποια είχε φορέσει τις μπότες που ήθελα εγώ γι απόψε, αυτές μέχρι τη μέση του μηρού με το πολύ ψηλό τακούνι – τις είχα γυαλοχαρτάρει κιόλας από κάτω μη φάω τα μούτρα μου γαμώτο και τώρα πούν’τες?
Ξεφύσησα, «Καλά, φοράω άλλης κοπέλλας και θα την ΧΕΣΩ μετά όποια τις πήρε!», ωπ, φερμουάρ ένα, φερμουάρ δύο, ρίχνω γρήγορα νερό στα χέρια μου, βρέχω τα μαλλιά μου, βάζω γρήγορα-γρήγορα κι αφρό από πάνω, ανοίγω τα πρώτα κουμπιά απ’το ζακετάκι μου, τακτοποιώ τα βυζιά μου μη με στενεύει τίποτε αλλά μην πεταχτεί και τίποτε, τελευταίος έλεγχος, λίγο lipgloss απ΄το σωληνάριο με το δάχτυλο, έφυγα!
It’s show-time!
Φιλέτο κανονικά, ισιάδα το ένα με το άλλο – κι ενδιάμεσα, τίγκα σαμπλάρισμα, hip tribal, λίγο από house, groovy τζαμαρίσματα, techno φυσικά (εκεί ο φωτισμός τα έδινε όλα, του άρεσαν κι εκείνου πολύ, γειά σου ρε μεγάλε λεηζερά!), και εννοείται όλα τα τελευταία indy dance, με κάτι άξαφνα χωσίματα, ένα riff από progressive εδώ, κομμάτι από pop γέφυρα εκεί, με είχε στην τσίτα! Πριόνια, τύμπανα, μπάσσα γροθιές, να δίνω, να δίνω, να δίνω....
Να νιώθω τη μουσική να με βαράει σχεδόν στο σώμα μου με το ρυθμό της, να είναι σα δεκάδες συγχρονισμένα σφυριά που με χτυπούσαν από μέσα προς τα έξω, να λέω τώρα θα κοιτάξω και θα δω το δέρμα μου να πάλλεται στο μπητ, τα χέρια μου να έχουν όλα σφυγμό αυτόν του κάθε κομματιού με τις καταιγιστικές αλλαγές...
Να ιδρώνω και να το γουστάρω όσο δεν παίρνει, να χοροπηδάω σε κάθε ρυθμικό μοτίβο, να κάνω βήματα ή μίνι στεπς απ’τα στάνταρ, να κουνάω τα χέρια μου πάνω από το κεφάλι μου και να χειροκροτάω στο ρυθμό, να τα απλώνω και να τα ξαναμαζεύω, να τινάζω λεκάνη και να σφίγγω κοιλιακούς να γίνεται η κίνηση με ροή κι όχι τσιφτετέλι... Να στηλώνω πόδια, να τρέχω επί τόπου με τα γόνατα στο στήθος σε διπλό μέτρημα, να τινάζομαι στις άρσεις, να αυτοσχεδιάζω, να μου κάνει έρωτα η γιγάντιας έντασης μουσική και να λέω ξανά και ξανά σε κάθε αλλαγή "ΠΑΜΕΕΕΕΕ!!!!".
Και να πιάνω και το μπαλετάκι μου έναν-έναν, και να χορεύω τρίβοντας ότι μου βρίσκεται πρόχειρο πανω τους (ο ένας σφιγμένος μάλιστα σήμερα που του έτριψα κώλο, μπας και συγχρονιστούμε, με μπαλαμούτιασε κανονικά για λίγο- για εκείνη την ώρα, μιλάμε το απόλυτο high απ’την ένταση και την έκπληξη!)...
(Το αφεντικό κοίταζε από κάτω και του τρέχανε τα σάλια, με την καλύτερη απόσβεση που έκανε στα λεφτά του...)
Να είμαι τελικά τόσο ανεβασμένη, τόσο ένα με τη μουσική, που να κλείνω τα μάτια, να τους νιώθω όλους να αναπνέουν, να χορεύουν, σαν ένα σώμα... Ορθιοι όλοι στο πατάρι, να χορεύουν κι αυτοί, ν'ανεβάζουμε στροφές ο ένας με τον άλλον... Να έρχεται στ’αυτιά μου κάτω από τη μουσική ένα μουρμούρισμα από όσα στόματα μιλούσαν, στα μάτια μου μόλις τ’άνοιξα μια πάχνη από χρώματα, ακτίνες να τις σκίζουν, μπερδεμένα πρόσωπα, σώματα, σκιές η μια μέσα στην άλλη...
Κορμιά δεκάδες που προετοίμαζαν το «μετά», ένα προεόρτιο ζευγαρώματος όλων με όλους, κι εγώ... απογειωμένη, λες και πηδιέμαι με όλον τον κόσμο εκεί μέσα, σα να είμαστε ήδη να κυλιόμαστε και να ρουφάμε ο ένας τον άλλον, κι η νύχτα έξω να μην υπάρχει, ο κόσμος όλος να μην υπάρχει, να υπάρχουμε μόνο όσοι είμαστε εδώ, για όσο είμαστε εδώ...
«WOOOOOOOOOOOOOOOOH!!!!»
Οταν άρχισε πάλι να αλλάζει χρώμα ο φωτισμός (πόση ώρα πέρασε άραγε?!), κατάλαβα ότι ήταν πάσα ν’αρχίσω να προσγειώνομαι λιγάκι, να ξενερώνω σιγά-σιγά, να κατέβω κάτω... Εκανε διάλειμμα ο κόσμος, για τις μεσαίες παραγγελίες (είχαμε βλέπεις τις πρώτες, τις μεσαίες και τις τελευταίες, που εκεί γινόταν το σερβίρισμα της κανονικής μπόμπας, μια που κανείς δεν καταλάβαινε την τύφλα του)... Επρεπε να πάω ν’αράξω λοιπόν στο μπαρ, δίπλα στα decks των djs. Δεν ήθελα το άλλο με όλη τη μπάρα να φωτίζεται με λευκό νέον και black light, με χάλαγε η σκληράδα του...
Οπα, να πιάσω ένα από τα δύο dancing poles – προτιμούσα αυτό στα δεξιά της μπάρας, γωνία τοίχο, να λικνιστώ ήρεμα στα πιο σεξουλιάρικα κι αργόσυρτα κομμάτια που έβαζε ο Ντίνος. Ωρα να χαλαρώσουν όλοι και να ψιλοχορέψουν χαζοαγκαλίτσες μερικοί ξενέρωτοι (σαν το δημοτικό, που πιανόμασταν τα πιτσιρίκια και χορεύαμε και καλά blues αγκαλίτσα, ξερατό!)... Να πέσουν κι οι μπαλαμούτες, να φύγουν οι πρωϊνοί. Να μείνουν μόνο οι «original», οι πορωμένοι, για τα τελευταία κλασικά feel-good κομμάτια, κάτι electro-μάπες και ψιλοροκιές, μία από hip-hop και βέβαια latin, μέχρι να σκάσουν στο τέλος τα ελληνικά να δέσουμε...
Επιανα το στύλο προσεκτικά – μια λάθος κίνηση κι έφυγες παντηλίκι στο μπαρ, γλυστράει κι έχεις πολύ περιορισμένο χώρο. Ασε που αν πολυκουνήσεις κώλο , γίνεται ολίγον από floor show (ένας τυπάς πριν λίγες μέρες μου ζήτησε και lap-dance! Τον εξωπέταξαν σηκωτό το νταή...). Αντε ντε, σήμερα το παρατραβούσε με τα κομμάτια, μας είχε να χορεύουμε σερί, τι τον έπιασε? "Υπομονήηηη" έλεγα από μέσα μου καθώς έκανα τα φιδίσια, "λίγο ακόμη και την κάνουμε... " . Εμπνευση σε χαμηλή πτήση...
Οπα, η Τάνια δεν φαίνεται πουθενά, ρε λες τελικά να παρεξηγήθηκε? Μισόκλεινα τα μάτια, κουνούσα το κεφάλι γύρους αργά και με το ελεύθερό μου χέρι χαίδευα τον αέρα γύρω μου, στρίβοντας πολύ προσεκτικά, και την έψαχνα με τα μάτια – α, κάτσε, νάτη, την είχε ένας νταγλαράς στον τρίτο καναπέ μέσα, και καθόταν ήσυχη κοντά του, χωρίς να με κοιτάζει καθόλου... Πού νά’ξερες φίλε, ληγμένος πριν το καλημέρα σας!
Α ρε Τάνια, τι να κάνω που δε μπορούσα, σε λάτρευα, ήξερα ότι αν ήμουν άντρας δεν θα σε άφηνα να μου φύγεις ποτέ. Θα σε παντρευόμουν, ν' ασχολούμαι μόνο με σένα κι εσύ με μένα, αλλά... Αλλά ρε Τάνια μου, δε μου έλεγαν τίποτε οι γυναίκες... Εγώ ήμουν για να χάνομαι σε μπράτσα, σε πλατάρες, σε σκληρούς μηρούς κι όχι σε απαλά συννεφάκια σαν κι εσένα κι εμένα... Γουστάριζα αντρίλα, να μπορεί ο άλλος να σε φέρει σβούρα, να μπορεί να σε πηδήξει με δύναμη, όχι απλά να πηδηχτείτε, εκείνος να... Εκείνος!... Με φόρα που να μπορεί να σε λυώσει , αλλά να μην το κάνει, γιατί χύνεται για σένα...
**********************************
Ουφ, επιτέλους, το πρώτο λάτιν (μπλιαξ!) έπεσε, τέρμα, αναλαμβάνουν τώρα τα δεύτερα ονόματα το d-jaying, να ξεκουράσουν λίγο τον μάστορα... Μέχρι να πάρει τα ελληνικά μπρος, να κάνει την καρδιά του... πέτρα και να κάνει όλο το μαγαζί trash me! Εγώ το ξεκούνησα το κεφάλι μου κι απόψε, δεν έβλεπα πού πήγαινα, έτρεμαν τα πόδια μου από την ένταση... Ηπια λίγο νερό κατεβαίνοντας (αχ, ο Μάνος πάντα ιππότης, να με στηρίξει να κατέβω ανάμεσα στα σκαμπώ) κι ακολούθησα την άλλη κοπέλλα του pole να πάμε ν’αλλάξουμε.
Και τότε ο Ντίνος διέκοψε το πρόγραμμα και είπε: «Για να ευχηθούμε μία όλοι ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑΑΑΑ στην ‘Αγη που έχει γενέθλια σήμερα!!!» κι άρχισε να παίζει την στάνταρ σάχλα του Stevie – ποιά ήταν αυτή? Καμμιά γνωστή του αφεντικού μάλλον... Γι αυτό αργούσε ο παπάρας? Χμμμ... Ενας στις σκάλες που του πέρασα ξυστά έλεγε σε άλλον «σήμερα είναι 13 του μηνός, δε λέει για γενέθλια...» – και τότε ξαφνικά θυμήθηκα...
ΘΥΜΗΘΗΚΑ γαμώ μου, μού’ρχονταν απανωτές φλασιές από σένα, εσένα και πάλι εσένα...
Ολα αυτά που είχα απωθήσει με οργή και πίκρα, ξαναβγήκαν στην επιφάνεια. Ηταν και τα δικά σου γενέθλια σήμερα αγόρι μου, και προς στιγμήν τα είχα ξεχάσει... Ησουν πολύ μακρυά, ήσουν μακρυά και πριν φύγεις ακόμη... Είχες χάσει το έδαφος κάτω από τα πόδια σου κι εγώ σε ακύρωνα στο ψάξιμό σου έλεγες... Θα σε τραβούσα πίσω μου και φοβόσουνα...
Αλλαζα στο καμαρινάκι και μ’έτσουζαν δάκρυα που δεν θα σου έκανα τη χάρη να τα ρίξω! Είχα πει, πόσα δεν σου είχα πει, κι όλα ήταν ένα «αφού εγώ σε αφήνω ελεύθερο, να πας, κι άμα είναι να κρατήσει, κράτησε, αν όχι, δεν ήταν γραφτό, τι να γίνει, από το να μην σε έχω, έστω έτσι, κάτι μπορεί να...» και δεν το τελείωνα ποτέ...
Μέχρι που μου άφησες εκείνο το κουτί απ’τα τσιγάρα σου, να γράφει «δεν είσαι εσύ που με αφήνεις, είμαι εγώ που δεν μπορώ να σ’αφήσω – γιατί είσαι εσύ, και γιατί είμαι εγώ, κατάλαβες τώρα?», και αυτό ήταν το τελευταίο σου σημάδι...
Μαζεύτηκα, σουλουπώθηκα, έβρεξα τα μούτρα μου και χέστηκα αν φαινόμουνα κώλος εκείνη την ώρα, κατέβηκα γρήγορα-γρήγορα τα σκαλοπάτια, να πάω να μαζέψω και την άλλη, ν’αρχίσουν οι ξήγες... Σπίτι μου, αχ σπίτι μου, να μιλήσουμε όλο το βράδυ, καναπέ, μπαλκόνι, όπου νά'ναι. Μακάρι να καταλάβεις Τάνια, και να το ξεχάσουμε το δικό σου. Χρειαζόμουν τη φίλη μου τώρα! 13 του μηνός ρε πούστη μου και τα είχα σχεδόν καταφέρει...
Σχεδόν...
(Ψεύτρα!)
Δεν τα μπορώ εγω αυτά, γιατί με μπλέκετε...