All Night Capitalism
7:30 πρωϊνή: πόλη ξύπνια όλο γωνίες και τσιμέντο, άνθρωποι να την ζουν και να την σιχαίνονται, κι άνθρωποι να την ζουν και ν’αναπνέουν... Η πόλη βάζει μπρος τη μηχανή για το ταξίδι γύρω απ’την ουρά της, αλλά άμα δεν θες εσύ παρά ευθείες, δε σε χωράει πουθενά...
Η άχαρη πρωϊνή φάση, με την σχετική αμηχανία, την εκνεύριζε. Πώς γίνεται το βράδυ να κάνεις τα ακατανόμαστα και το πρωϊ να μη μπορείς να πεις μια καλημέρα? Εμ, αν δε σε συνδέει τίποτε άλλο, το κάθε βράδυ είναι αυτοτελές. Ενα και τέρμα. Το πρωϊ ούτε καν από απέναντι! Απ’την άλλη πώς το ρημάδι αυτό το φευγαλέο και το από πουθενά, χτύπαγε κατ’ευθείαν κέντρο? Χαμηλά κέντρο. Και της μιλούσαν με φωτιά και μόνον?
Μια από τις μιζέριες της εποχής: μηδενισμένος χρόνος να ψήσει κανείς γκόμενα, άρα μηδενισμένα «προκαταρκτικά». Μόνον «show up naked, bring beer», που της έλεγε ο αμερικανός γελαστός γκόμενός της, πίσω στην περήφανη Ρωσσία... Είχε χάσει το φως της μ’εκείνον τον τύπο. Γνωρίστηκαν στην κλινική με τους 27 γιατρούς που έκαναν τα πάντα, από οφθαλμιατρικά μέχρι bypass, λόγω τρομαχτικών ελλείψεων. Εκείνη προσπαθούσε για την άσκησή της, μπας και της έβγαζε το πονόψυχο κράτος σύμβαση με λίγα λεφτά το μήνα.
Εφτιαξε καφέ (κι άλλον). Είχε κάνει μπάχαλο όλο της το βιολογικό ρολόι. Επρεπε να συμπληρώσει τον ύπνο της, αλλά ας είναι, τώρα δουλειές και θα κοιμόταν το απόγευμα. Πήρε την ατζέντα και το κινητό μαζί με τον καφέ, κι έκατσε στο μικρό τραπεζάκι κοντά στο μοναδικό παράθυρο με θέα (τον ακάλυπτο). Αρχισε να κανονίζει τα βραδυνά της ραντεβού. Επρεπε να πάρει και τη μάνα της να κανονίσουν τα λεφτά. Θα της άνοιγε καινούριο λογαριασμό να μην φαίνονται καθόλου, να μην ήξερε ο πατέρας της τίποτε, να μείνουν άθικτα...
Την πονούσε το στήθος της («Τι μανία αυτοί οι έλληνες, να μου ζουλάνε τα βυζιά λες και δεν έχουν ξαναδεί γυναίκα!»), και χτες πραγματικά το παράκανε – της είχε δώσει όμως καλό μπουρμπουάρ, οπότε...
Ευτυχώς που ήξεραν τι ήθελαν –μια αυτοπεποίθηση ώρες-ώρες!- και δε χρειαζόταν πολλές φορές να κάνει σχεδόν τίποτε. Ετρωγαν τέτοια καταπίεση απ’τις γυναίκες τους και τέτοιο άγχος στο γραφείο, που το μόνο που ήθελαν ήταν να κάθεται και να αντέχει την «επέλαση» που της έκαναν. Πότε με άγριες κινήσεις, πότε λίγο πιο μαλακά, αλλά πάντως με φόρα, να ξεσπάσουν, να πάρουν το αίμα τους πίσω. Να επιβληθούν κάπου, έστω σ’αυτήν, να νοιώσουν σπουδαίοι...
Καμμιά σχέση με έρωτα, αν και ειχε τους τακτικούς που την κυνηγούσαν. Οι περισσότεροι ήξεραν και δεν ερωτεύονταν. Κανείς τους δε θα χάλαγε το σπίτι του γι’ αυτήν. Αν ηταν «γυναίκα για φύλαξη ηλικιωμένων», μέχρι θα την παντρευόντουσαν, αλλά έτσι?
Πάντως είχε και τα τυχερά της, πελάτες που καμμιά φορά είχαν όρεξη μόνο για πάρλα, ή τελείωναν στο 5-λεπτο κι αποκοιμιόντουσαν. Κι έναν με τον οποίον το φχαριστιόταν κι η ίδια – εκεί ζοριζόταν να φύγει το πρωϊ ... Της άρεσε εδώ, που της έμοιαζαν όλα γεμάτα. Είχε όλα τα καλά, αρκεί να μπορούσε να δουλέψει λίγο ακόμη. Πίσω δεν θα ξαναγύρναγε, ακόμη κι η πόλη της να έκανε ρεκτιφιέ συθέμελα. Πάντα θα της θύμιζε τη φτώχεια και τη δυσκολία, να πλένουν και ν’απλώνουν μέχρι και τη νάυλον σακούλα για να την ξαναχρησιμοποιήσουν, κι από ένα κραγιόν να βάφονται 10 κορίτσια...
Το μυαλό της έτρεχε, έτρεχε, πήγαινε πίσω-μπρος σε φίλους και εικόνες. "Εδώ τους φαίνομαι καλλονή, για πηγαίν’τε να δείτε πόσες σαν κι εμένα έχει..."
"Και πόσο όμορφοι είναι και οι άντρες μας" και κατέβασε άλλη μια γουλιά. Σκληρή ράτσα. Καμωμένη στο χειμώνα, μα με καρδιά να καίει από μέσα. Και όλα χωρίς φραμπαλάδες. Η τα λες ή δεν τα λές, κι άμα κάνεις, δεν ξεκάνεις, όχι αυτο το μπάχαλο εδώ. Αναστέναξε. Σκόρπιες σκέψεις, κοπανιούνται σαν σε τραίνο που κόβει απότομα... Κι ο καφές, αμάν... σκέτη πίκρα, αλλά ζάχαρη νιετ, το κορμί θέλει θυσίες! Ο δικός της πού να ήταν τώρα? Τρελλοαμερικάνε... Ο τόσο διαφορετικός από τους φίλους της.
Εκείνοι είχαν όμορφα, ευγενικά, ανοιχτόχρωμα πρόσωπα, δεν χαμογελούσαν ποτέ («Χαμόγελο δεν πουλάει η πόλη μου πουθενά»), αλλά τα μάτια τους γελούσαν στα κρυφά μόλις τα κοίταζες. Δεν ήθελαν λεφτά, ευκαιρίες ηθελαν. Δεν ήθελαν ελεημοσύνη, αλλά αξιοπρέπεια. Να κερδίζεις το ψωμί σου, να μπορείς να θρέψεις την οικογένεια σου και να ξέρεις ότι κι αύριο θα σε περιμένει η όποια θέση στην γραμμή παραγωγής...
Ωωωχ, έπρεπε να βιαστεί, εδώ οι ρυθμοί ήταν πολύ γρήγοροι. Πάλι δε θα προλάβαινε να πάει για εκείνον το καφέ με τη Λιουμπλίνα. Τη φιλενάδα της, που τη γνώρισε και δέθηκαν όπως δένεσαι με κάποιον μόνο και μόνο επειδή είστε κι οι δυό στην ξενιτειά και μιλάτε την ίδια γλώσσα. Εκείνη ανανέωσε χαρτιά μεχρι το 2010 και θα της έλεγε το όνομα των 3 αστυνόμων, στους οποίους χρωστούσε «χάρη», από κοντά. Για καφέ με τη φίλη της. Ηταν μόλις 24, όνειρο για κείνην δεν υπήρχε.
Τα λεφτά είδε πώς βγαίνουν εδώ, χωρίς να χρειαστεί πρώτα να «επενδύσεις» σε σπουδές. Πίσω δε γυρνούσε, γιατρό σιγά μη την έπαιρναν πουθενά, χρόνο για καινούριο αγόρι δεν είχε... Ο προηγούμενος γκόμενος, τέρας ζήλειας, την ακολούθησε για να βεβαιωθεί τι γινόταν και μόλις την βρήκε πάνω στην βίζιτα, την έσπασε στο ξύλο. («Το μαλάκα, έχασα και μιας βδομάδας βίζιτες εξ’αιτίας του!»).