28.11.06

All Night Capitalism

Ολονύκτιος Καπιταλισμός και ολοήμερο κρυφτούλι...

7:30 πρωϊνή: πόλη ξύπνια όλο γωνίες και τσιμέντο, άνθρωποι να την ζουν και να την σιχαίνονται, κι άνθρωποι να την ζουν και ν’αναπνέουν... Η πόλη βάζει μπρος τη μηχανή για το ταξίδι γύρω απ’την ουρά της, αλλά άμα δεν θες εσύ παρά ευθείες, δε σε χωράει πουθενά...

«Αντε, ωραία, ξημέρωσε, επιτέλους να πάω να φύγω, βαρέθηκα!» σκέφτηκε με τ’όμορφο κεφαλάκι της και γρήγορα-γρήγορα να εξαφανιστεί. Πριν δει ο χτεσινός την (γλυκο-)κολοκύθα πίσω από την αληθινή του φαντασίωση. Κάλτσα μία, κάλτσα δύο, τι εύκολα που ξεκουμπώνονται, τι μαλακία να τις ξαναφοράς πρωϊ-πρωϊ! Να ξεφόραγε και την αίσθηση τόσων χεριών επάνω της...



«Τουλάχιστον θυμήθηκα να πάρω χαμηλά παπούτσια» συνεχάρη τον εαυτό της. Μη βγαίνει πάλι για ταξί στο φως, με τη βραδυνή «στολή» και την λοξοκοιτάζουν όσοι περιμένουν στη στάση. «Καθήκια!». Τους σκέφτηκε και τους σιχάθηκε. «Ναι, σας ξέρω καλά εσάς, με κοιτάτε στραβά - αλλά τη νύχτα... με τα φώτα σβηστά... μπορώ να σας κάνω να φωνάζετε τ’όνομά μου με ουρλιαχτά..».



Ο πελάτης ακόμη κοιμόταν (τον ύπνο του πλουσίου!). Θα πήγαινε κατ’ευθείαν στο meeting των 11:00, «Τι σκατά αφεντικό είμαι κοριτσάκι μου!». «Τον μπουνταλά μωρέ», έτσι που κοιμόταν της θύμιζε έναν που έβλεπε σε μια εκπομπή, έναν έλληνα μουσικοσυνθέτη που έμοιαζε με υπερφυσικό μπεμπέ και μιλούσε σα μπουκωμένος πάστα-φλώρα... «Ωχ, κάτσε να κλείσω τα κινητά του, μην ξυπνήσει πριν να φύγω!» κι άρχισε το ψαχούλεμα.


Η άχαρη πρωϊνή φάση, με την σχετική αμηχανία, την εκνεύριζε. Πώς γίνεται το βράδυ να κάνεις τα ακατανόμαστα και το πρωϊ να μη μπορείς να πεις μια καλημέρα? Εμ, αν δε σε συνδέει τίποτε άλλο, το κάθε βράδυ είναι αυτοτελές. Ενα και τέρμα. Το πρωϊ ούτε καν από απέναντι! Απ’την άλλη πώς το ρημάδι αυτό το φευγαλέο και το από πουθενά, χτύπαγε κατ’ευθείαν κέντρο? Χαμηλά κέντρο. Και της μιλούσαν με φωτιά και μόνον?


Μια από τις μιζέριες της εποχής: μηδενισμένος χρόνος να ψήσει κανείς γκόμενα, άρα μηδενισμένα «προκαταρκτικά». Μόνον «show up naked, bring beer», που της έλεγε ο αμερικανός γελαστός γκόμενός της, πίσω στην περήφανη Ρωσσία... Είχε χάσει το φως της μ’εκείνον τον τύπο. Γνωρίστηκαν στην κλινική με τους 27 γιατρούς που έκαναν τα πάντα, από οφθαλμιατρικά μέχρι bypass, λόγω τρομαχτικών ελλείψεων. Εκείνη προσπαθούσε για την άσκησή της, μπας και της έβγαζε το πονόψυχο κράτος σύμβαση με λίγα λεφτά το μήνα.


Στην Αθήνα η βίζιτα είχε ταρίφα για κείνην 350 ευρώ την πρώτη ώρα, 150 τη δεύτερη, και το βράδυ 1800, τιμή πακέτο για φρέσκιες μεν, πεπειραμένες δε σαν κι εκείνην. «Χαλάλι το τζαμπέ μ’εκείνον στο Maxim»... Χαμογέλασε, το τρισέλιδο ήταν το πιο κερδοφόρο selling point στο ιατρικό βιογραφικό που είχε! Πόσο θα δούλευε στον... κομμουνιστικό σοσιαλισμό τους για να τα βγάλει αυτά? Μέχρι να της λειώσουν τα χέρια στις πάπιες.


10:00 πρωϊνή: στη γκαρσονιέρα της, και δε την είχε πάρει ακόμη ο ύπνος. Το στρες της να προλάβει να συμπληρώσει τις αιτήσεις μπας και το Δικατσα αναγνώριζε το ανθυποπτυχίο της, την είχε τσακίσει... Οσο ρώταγε, τόσο της εξηγούσαν λέει, μα την μπέρδευαν πιο πολύ. Ολο άγνωστες λέξεις. «Μωρέ αν υπήρχε έστω κι ένας άντρας εκεί θα σού’λεγα εγώ...».


Εφτιαξε καφέ (κι άλλον). Είχε κάνει μπάχαλο όλο της το βιολογικό ρολόι. Επρεπε να συμπληρώσει τον ύπνο της, αλλά ας είναι, τώρα δουλειές και θα κοιμόταν το απόγευμα. Πήρε την ατζέντα και το κινητό μαζί με τον καφέ, κι έκατσε στο μικρό τραπεζάκι κοντά στο μοναδικό παράθυρο με θέα (τον ακάλυπτο). Αρχισε να κανονίζει τα βραδυνά της ραντεβού. Επρεπε να πάρει και τη μάνα της να κανονίσουν τα λεφτά. Θα της άνοιγε καινούριο λογαριασμό να μην φαίνονται καθόλου, να μην ήξερε ο πατέρας της τίποτε, να μείνουν άθικτα...


Την πονούσε το στήθος της («Τι μανία αυτοί οι έλληνες, να μου ζουλάνε τα βυζιά λες και δεν έχουν ξαναδεί γυναίκα!»), και χτες πραγματικά το παράκανε – της είχε δώσει όμως καλό μπουρμπουάρ, οπότε...

Ευτυχώς που ήξεραν τι ήθελαν –μια αυτοπεποίθηση ώρες-ώρες!- και δε χρειαζόταν πολλές φορές να κάνει σχεδόν τίποτε. Ετρωγαν τέτοια καταπίεση απ’τις γυναίκες τους και τέτοιο άγχος στο γραφείο, που το μόνο που ήθελαν ήταν να κάθεται και να αντέχει την «επέλαση» που της έκαναν. Πότε με άγριες κινήσεις, πότε λίγο πιο μαλακά, αλλά πάντως με φόρα, να ξεσπάσουν, να πάρουν το αίμα τους πίσω. Να επιβληθούν κάπου, έστω σ’αυτήν, να νοιώσουν σπουδαίοι...

Καμμιά σχέση με έρωτα, αν και ειχε τους τακτικούς που την κυνηγούσαν. Οι περισσότεροι ήξεραν και δεν ερωτεύονταν. Κανείς τους δε θα χάλαγε το σπίτι του γι’ αυτήν. Αν ηταν «γυναίκα για φύλαξη ηλικιωμένων», μέχρι θα την παντρευόντουσαν, αλλά έτσι?


Πάντως είχε και τα τυχερά της, πελάτες που καμμιά φορά είχαν όρεξη μόνο για πάρλα, ή τελείωναν στο 5-λεπτο κι αποκοιμιόντουσαν. Κι έναν με τον οποίον το φχαριστιόταν κι η ίδια – εκεί ζοριζόταν να φύγει το πρωϊ ... Της άρεσε εδώ, που της έμοιαζαν όλα γεμάτα. Είχε όλα τα καλά, αρκεί να μπορούσε να δουλέψει λίγο ακόμη. Πίσω δεν θα ξαναγύρναγε, ακόμη κι η πόλη της να έκανε ρεκτιφιέ συθέμελα. Πάντα θα της θύμιζε τη φτώχεια και τη δυσκολία, να πλένουν και ν’απλώνουν μέχρι και τη νάυλον σακούλα για να την ξαναχρησιμοποιήσουν, κι από ένα κραγιόν να βάφονται 10 κορίτσια...

Το μυαλό της έτρεχε, έτρεχε, πήγαινε πίσω-μπρος σε φίλους και εικόνες. "Εδώ τους φαίνομαι καλλονή, για πηγαίν’τε να δείτε πόσες σαν κι εμένα έχει..."


"Και πόσο όμορφοι είναι και οι άντρες μας" και κατέβασε άλλη μια γουλιά. Σκληρή ράτσα. Καμωμένη στο χειμώνα, μα με καρδιά να καίει από μέσα. Και όλα χωρίς φραμπαλάδες. Η τα λες ή δεν τα λές, κι άμα κάνεις, δεν ξεκάνεις, όχι αυτο το μπάχαλο εδώ. Αναστέναξε. Σκόρπιες σκέψεις, κοπανιούνται σαν σε τραίνο που κόβει απότομα... Κι ο καφές, αμάν... σκέτη πίκρα, αλλά ζάχαρη νιετ, το κορμί θέλει θυσίες! Ο δικός της πού να ήταν τώρα? Τρελλοαμερικάνε... Ο τόσο διαφορετικός από τους φίλους της.


Εκείνοι είχαν όμορφα, ευγενικά, ανοιχτόχρωμα πρόσωπα, δεν χαμογελούσαν ποτέ («Χαμόγελο δεν πουλάει η πόλη μου πουθενά»), αλλά τα μάτια τους γελούσαν στα κρυφά μόλις τα κοίταζες. Δεν ήθελαν λεφτά, ευκαιρίες ηθελαν. Δεν ήθελαν ελεημοσύνη, αλλά αξιοπρέπεια. Να κερδίζεις το ψωμί σου, να μπορείς να θρέψεις την οικογένεια σου και να ξέρεις ότι κι αύριο θα σε περιμένει η όποια θέση στην γραμμή παραγωγής...


Εκείνος ήταν άλλη ράτσα, με χορτάτη κοιλιά και πείνα στο βλέμμα, άγριο πράγμα. Γι’αυτό και την ξετρέλλανε αμέσως. Και τώρα τίποτε. «Πόσες μέρες ούτε μήνυμα? Ούτε που θυμάμαι!» ξεφύσηξε. Τον κοίταζε κι ήταν σκέτος πόνος, ήξερε ότι δεν θα τράβαγε, αλλά η καρδιά εκεί...


Ωωωχ, έπρεπε να βιαστεί, εδώ οι ρυθμοί ήταν πολύ γρήγοροι. Πάλι δε θα προλάβαινε να πάει για εκείνον το καφέ με τη Λιουμπλίνα. Τη φιλενάδα της, που τη γνώρισε και δέθηκαν όπως δένεσαι με κάποιον μόνο και μόνο επειδή είστε κι οι δυό στην ξενιτειά και μιλάτε την ίδια γλώσσα. Εκείνη ανανέωσε χαρτιά μεχρι το 2010 και θα της έλεγε το όνομα των 3 αστυνόμων, στους οποίους χρωστούσε «χάρη», από κοντά. Για καφέ με τη φίλη της. Ηταν μόλις 24, όνειρο για κείνην δεν υπήρχε.


Τα λεφτά είδε πώς βγαίνουν εδώ, χωρίς να χρειαστεί πρώτα να «επενδύσεις» σε σπουδές. Πίσω δε γυρνούσε, γιατρό σιγά μη την έπαιρναν πουθενά, χρόνο για καινούριο αγόρι δεν είχε... Ο προηγούμενος γκόμενος, τέρας ζήλειας, την ακολούθησε για να βεβαιωθεί τι γινόταν και μόλις την βρήκε πάνω στην βίζιτα, την έσπασε στο ξύλο. («Το μαλάκα, έχασα και μιας βδομάδας βίζιτες εξ’αιτίας του!»).


Κουνήσου, μεσημέριασε! «Θα κλείσουν όλα και πάλι θα τρέχω». Ποιος ήταν που την είχε ρωτήσει ποιό είναι το αγαπημένο της λουλούδι? «Λες να μου φέρουν κανένα σήμερα? Να πάρω κι εγώ κάτι για μένα, να το φέρω εδώ, σπίτι μου, εκτός από τα φράγκα...». Πόσο της είχαν λείψει αυτά τα περιττά που δεν είχε ποτέ, πόσο της είχε λείψει η μικρή Γκαλίνα που ήθελε να σώσει τον κόσμο! Τον ρώτησε όμως πρώτα αν ήθελε να σωθεί?
Αλλη μια συνέχεια μέρας που δεν θα ήταν ούτε αυτή η ευθεία της, να σπάσει τον κύκλο της ζωής της πόλης. Η της ζωής της...


Aphrodite said... in nikosdimou blogspot, post "Περί Πλουσίων και φτωχών", 08. 05.06