18.3.07

With All Adrenaline Pumping IV

«Εσύ τώρα αν είσαι μάγκας, όταν έρθει, τον σουτάρεις καλού - κακού. Η αγάπη ρε συ δεν κρύβεται. Κι άμα μπορεί να κάνει μακριά σου, δε μας κάνει!». Τη σκέπασε με το σεντόνι, της έκλεισε τα παντζούρια, φιλί και αντίο για την ώρα.

Αχ ρε Ιμπάκο, νά’ξερες πόσο καλό μου κάνεις, και μόνο που υπάρχεις και με νιάζεσαι έτσι που τα κάνω σα τα μούτρα μου κάθε φορά.... Αλλά κανείς δε μπορούσε να γλυκάνει τον πόνο, να τον κάνει να περάσει. 10μισυ βράδυ Σαββάτου, λιγότερο από μια μέρα που τον είχε ξαναδεί, περισσότερο από δυό ζωές η αγωνία της τι θα γίνει...

Εκατσε στο σκοτάδι, με λίγο φως να έρχεται απο τη χαραμάδα της πόρτας της. Ο Ιμπυ έξω ετοιμαζόταν να βγει. Τουλάχιστον ανακουφιστική αίσθηση να έχεις κάποιον στο σπίτι και ν’ακούς όλους αυτούς τους μικρούς θορύβους που κάνει. Το ντους, την ντουλάπα του, να μπαίνει στην κουζίνα, να καταλαβαίνεις αν κάνει φραπέ στα γρήγορα πριν να φύγει ή βάζει ένα ποτάκι. Ουπς, παίρνει τα κλειδιά του, έρχεται να σιγουρευτεί ότι είμαι οκ, αχ γλυκό μου παιδί... Κάτσε να κάνω ότι κοιμάμαι.

Γκλανγκ!

Οκ, πεδίο ελεύθερο. Εκλεισε η πόρτα πίσω του, ανοίξαν οι κρουνοί. Ολο το παράπονο του κόσμου στην πλάτη, να έρχονται τα αναφυλλητά το ένα πίσω από το άλλο, να τρέχουν τα δάκρυα και ν’ακούει τη φωνή του μαλάκα στο μυαλό της να τρέχει σε απανωτά rewind, «Θά’ρθω, θα σου φτιάξω πρωϊνό», «Θά’ρθω, θα σου φτιάξω πρωϊνό», «Θά’ρθω, θα σου φτιάξω πρωϊνό». ΠΟΤΕ επιτέλους?!!!

Φυσικά την απάντηση την ήξερε: ποτέ! Δίκιο είχε ο κολλητός, αγάπη που κρατιέται δεν είναι αγάπη... Από την άλλη, αν είχε μπλέξει? Αν όντως ήταν χωμένος σε κάποιο άσχημο κύκλωμα και τον κυνηγούσαν? Αχ πόσα φτιάχνεις όταν θες να δικαιολογήσεις τον άλλον... Μα δεν θα της είχε πεί κάτι τόσον καιρό που ήταν μαζί?

Αλλά ποιόν καιρό... ακόμη κι όταν τά’χαν, εξαφανιζόταν. Αυτό είναι το κακό του να είσαι ελεύθερος επαγγελματίας. Ναύλωνε σκάφη για σαββατοκύριακα το χειμώνα και μετά όλο το καλοκαίρι, κι όταν καθόταν πλήρωμα πήγαινε κι εκείνος. Θα μου πεις, μια φορά το μήνα τα καλοκαίρια, ε, έξι φορές όλο κι όλο μες τα δυό χρόνια που ήταν μαζί, βέβαια ήταν και το Πάσχα και κάτι άλλα έκτακτα...

Οσο το σκεφτόταν, τόσο άρχισε να καταλαβαίνει ότι ουσιαστικά τα είχε με έναν άνθρωπο που θα μπορούσε να είναι οποιοσδήποτε, πάντως σίγουρα όχι μόνον αυτός που ήταν όταν βρισκόντουσαν οι δυό τους. Από την άλλη... Της είχε ανοιχτεί πολύ. Θυμόταν μία-μία τις εκμυστηρεύσεις του, για την οικογένειά του, τη μάνα του την ψωνισμένη, με τις υστερίες της, τον πατέρα του τον αρχαιοκάπηλο, που όμως τους είχε στρώσει μια ζωή χαρισάμενη και τους δύο αδερφούς με τις τρελλές φιλοδοξίες, και τους δύο εξαφανισμένους, έναν στο Μονακό και τον άλλον στην Κένυα...

Της φαινόταν όλη η ιστορία τους σαν κομμάτια από σπασμένα βάζα. Οχι ένα, αλλά δυό-τρία βάζα, που δεν υπήρχε περίπτωση να κολλήσουν ποτέ τους. Είναι όμως μια κόλλα ο έρωτας ο τρελλός... όσο δεν ταιριάζουν τα κομμάτια, τόσο τα σπρώχνει μαζί με δύναμη, και παραβλέπει ότι ενώνοντάς τα, το ένα καβαλάει το άλλο και στο τέλος γίνεται ένα έκτρωμα το βάζο...


Πόσα λοιπόν της είχε φορέσει από τα θρύψαλά του πάνω της, πόσα δικά της σκαρφάλωσε πατώντας τα, για να κολλήσει εκείνος τα δικά του? Αλήθεια, εκτός από το να κάνει τη baby-sitter της δικής του ζωής και να τον παρηγορεί ανάμεσα σε τρελλά κρεβάτια, τι είχε κάτσει ν’ακούσει εκείνος από αυτήν?

Οταν μιλούσε για τα απλά και καθημερινά της, όλα καλά. Μόλις το γυρνούσε όμως σε πολύ προσωπικά, από αυτά που θες να ξέρει ο άλλος, σα να του κάνεις μια περίληψη προηγουμένων, να κερδίσει όλο το χρόνο που δεν σε ήξερε, της το γυρνούσε στο πόσο ερωτευμένος ήταν και πόσο τον άναβε και το έλυναν με τα καθιερωμένα ξενυχτιάτικα. Φιξάριζε εικόνα, τους φανταζόταν μαζί στο μέλλον, μα εκείνος της γυρνούσε το καλειδοσκόπιο και γέλαγε...


Και το κορμί όσο τον σκεφτόταν κι έρχονταν φλασιές από εκείνον, την πόναγε πολύ. Λαχταρούσε να έρθει, να την πιάσει μια από τις σφιχτές του αγκαλιές και να την σηκώσει πούπουλο, να την πλακώσει στα φιλιά και να της πει εκείνα τα «I’ll reach places inside you…” και τα «Εσύ για μένα από πάντα, για πάντα, και τέρμα!». Σχεδόν ένιωθε την ανάσα του στο δέρμα της, κι όσο καταλάβαινε ότι κόντευε να της στρίψει, τόσο έτρεχαν κι άλλα δάκρυα. Πώς τα έχαψε όλα?!

Hello! Πλανήτης Γη καλεί Ηλίθια, που έχει χτυπήσει φεγγάρι και δεν τό’χει πάρει πρέφα ακόμα... Οσο σκεφτόταν, τόσο ξεκαθάριζαν διάφορα κι ερχόντουσαν κι έμπαιναν σε μια σειρά... Τα δύο κινητά που όλο ήταν κλειστά, χρήματα για μια ζωή που δεν τη δικαιολογούσε δουλειά τόσου λίγου ουσιαστικά χρόνου, σπουδές όλες στον αέρα, γονείς που με διάφορες δικαιολογίες δεν τους είχε δει ποτέ της, και από φίλους του, ο εξής ένας, ο Μανώλης. Ο οποίος όταν δεν την έπεφτε σε εκείνην την έπεφτε σε κείνον, κι ο Βασίλης τα έπαιρνε όλο στην πλάκα....

Καλά, μετά το χτεσινοβραδυνό με την Τάνια βέβαια, τίποτε πια δεν της έκανε εντύπωση, όλα ήταν πιθανά. Αυτά που άκουγε για διάφορους, ήταν τελικά κάτω από τη μύτη της. Ολη η Αθήνα ένα τεράστιο κρεβάτι, χωμένο στη νύχτα μέχρι τα μπούνια, και οι ελάχιστοι στην απ’όξω ξυπνούσαν σιγά-σιγά... Πόσο καραχάπατο ένιωθε... Πόσο ούφο, πόσο εκτός... Μια χαζή Μπάρμπυ / χωρίς χάρτη / καταμεσίς στο Matrix!


Α ρε μάνα, πού’σαι να δεις τα χαΐρια της κόρης σου, που καλά μου τό’λεγες τι τους θέλω εγώ τους χορούς και τα πανηγύρια, ας καθόμουν στις μεταφράσεις και να πάρω τον καλό γαμπρό που μου τους προξένευες δυό-δυό...

Σηκώθηκε, περπάτησε σκουντουφλώντας μέχρι το μπάνιο και είπε να ρίξει λίγο νερό στο πρόσωπό της να συνέλθει, αφού και που έκλαιγε δεν θα έβγαινε και τίποτα... Εκλεισε το κινητό – τι να το κάνει, δεν είχε καμμιά κλήση, πέραν κάποιας φίλης που ήταν να πάνε στη βιβλιοθήκη σήμερα το πρωί και το είχε ξεχάσει τελείως. Ο Βασίλης τίποτα. Ούτε στου σπιτιού. Πηγαίνοντας να χωθεί στον καναπέ για να σαπίσει στην τηλεόραση, άκουσε ξανά και ξανά το: «Δεν υπάρχουν νέα μηνύματα στον τηλεφωνητή σας». Γιατί ρε κυρά μου δεν υπάρχουν? Τι τα έκανες? Επρεπε να υπάρχουν, να μου λέει ότι καθυστέρησε γιατί κάτι του έτυχε, και ότι θα είναι εδώ σε λίγο, σε πολύ λίγο...

Ελα που να σε πάρει, έλα! Θα γίνω η γκόμενα που πάντα ήθελες, θα στα κάνω όλα, θα στα δώσω όλα, έλα γαμώτο σου!




Μπα... Λούφαξε στον καναπέ με κάτι παλιά μαξιλάρια, έβαλε και το μπουρνούζι το τρία νούμερα μεγαλύτερο, κι αισθανόταν όχι γκόμενα, αλλά σκέτο ορφανό. Οχι, για την ακρίβεια, σα ζητιανάκι. Αυτό ήταν, το Ζητιανάκι της Αγάπης! Μάλιστα, ωραία ξεφτίλα... Τώρα που το βρήκαμε, ας ρίξουμε λίγο ακόμα κλάμμα, καιρό είχαμε να βαλαντώσουμε. Κόμπος στο λαιμό, βούρκωμα και ανελέητο ξημερωμάτικο ζάπινγκ, ανάθεμα κι αν ήξερε τι έβλεπε.

Ολα ήταν εικόνες αχταρμάς, με όλα τα trash κανάλια του κώλου να πουλάνε από χαλιά μέχρι βραστήρες, γκόμενες να παίρνουν αυτές τις πλαστικές εκφράσεις σε σοφτ τσόντες με ατελείωτες 0-90 διαφημίσεις ενδιάμεσα, ταινίες που ο σκηνοθέτης είχε ήδη ξεχάσει μπας και ξανάβρισκε τον ύπνο του, ραμολιμέντα να αναλύουν ανάμεσα σε ιπτάμενες μασέλες κάτι αρχαϊκά, τον κλασικό ντελάλη παράφρονα να πουλάει εγκυκλοπαίδειες, βίντεο-κλιπς με τον Πλούταρχο να κλαίει και κάτι ροκάδες να ουρλιάζουν άνευ λόγου και αιτίας...

Το γέλιο είναι να τα βλέπεις όλ’αυτά με κατεβασμένο τον ήχο, ν’αποκτούν τις πραγματικές τους διαστάσεις. Σκέτες εικόνες από την τεράστια χωματερή γύρω-γύρω. Που ακούμε τους γλάρους από πάνω της και νομίζουμε ότι κάπου κει είναι και η θάλασσα. Τόσο σκατά τα έχουμε κάνει... Το κεφάλι της άδειο, η καρδιά της απούσα, σα να της είχε κλείσει της ίδιας κάποιος τον ήχο, και το μόνο που φαινόταν ήταν μια ξαντεριασμένη κούκλα κάτω από το παιδικό κρεβατάκι. Οσο η ζωή ήταν αλλού...


Ούτε ξέρει πόση ώρα πέρασε έτσι, στα χαζά, να θυμάται και να κλαίει μπροστά στην τηλεόραση, και ενδιάμεσα να παίρνει την απόφαση να του δώσει εκείνη ένα τέλος και να τον σβήσει από τον χάρτη. Που σε πέντε λεπτά άλλη απόφαση, ότι δεν μπορεί χωρίς αυτόν και όλο το πίσω-μπρος που είχε ξαναπεράσει την προηγούμενη φορά, τώρα πιο έντονο. Γιατί είχε και από πανω κερασάκι «Μα γιατί ήρθε να με βρει στο κλαμπ?» και «Τι θα γινόταν ακόμα αν δεν μας έκοβαν?» και φυσικά «Ποιός είναι τελικά? Και τι γυρεύω εγώ μαζί του?».

Σκεφτόταν, άλλαζε κανάλια, έπινε λίγο κρύο καφέ (από το πρωί ακόμα στο τραπεζάκι ήταν)... Είχε κλείσει σχεδόν δυό μέρες ξύπνια απ’την υπερένταση, αλλά το σώμα είχε αποκάμει πια, και απλώς κατέβασε ρελέδες κάποια στιγμή. Αν δε δουλεύει τίποτε άλλο, τουλάχιστον ο ύπνος είναι καταφύγιο. Ακόμα κι άν σ’έχει πιάσει κλάμμα σαν παρατημένο γατί, για συνοδεία μέχρι να ξεραθείς εντελώς...



Ντριιιιν! Το τηλέφωνο, από μακρυά. Αλλά μέχρι να πάρει χαμπάρι και να ξυπνήσει, σταμάτησε. Λες να είναι αυτός? Για πότε πετάχτηκε απ’τον λήθαργο κι άρχισε να ψάχνει φρενιασμένα να βρει το ασύρματο, έφυγαν τηλεκοντρόλ, έφυγαν ρόμπες, χύθηκαν καφέδες, α, νάτο, ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ! Τι?

ΟΧΙ ΓΑΜΩΤΟ! Η Τάνια ήταν... Δεν υπάρχει μεγαλύτερη απογοήτευση με τηλέφωνο, από αυτήν που άλλον λαχταράς να φανεί στην αναγνώριση κλήσης κι άλλος σου βγαίνει! Ο προστάτης άγγελός σου να είναι, και το σιχτίρισμα το έχει στο τσεπάκι! Ωραία, τι κάνουμε τώρα? Την καλεί πίσω, έτσι ή αλλιώς πιο σκατά δεν μπορούν να πάνε τα πράγματα, να την χέσει κιόλας για όλο το παιχνιδάκι που της έπαιξε, κολλητή να σου πετύχει! Να μάθει και για το αφεντικό κι αν θα της έστελνε τα μαντρόσκυλα τελικά να τη μπουζουριάσουν...

Χμ, μιλάει, κάτσε να πάρω καμιά ασπιρίνη γιατί θα σπάσει το κεφάλι μου... Εξω ξημέρωνε, η δεύτερη νύχτα είχε τελειώσει. Την πρώτη τον βρήκε πάλι, τη δεύτερη τον έχασε. Τη μια μαζί και δυνατά, την άλλη μόνη. Ξεκινούσε μια καινούρια μέρα. Η ευκαιρία να τα κάνει μια φορά σωστά στη ζωή της. Ακόμη κι αν δεν την αγαπούσε ο Βασίλης, έπρεπε να ξεκινήσει να ζει ξεγράφοντάς τον. Να τον σβήσει δε γινόταν, δεν θα ήταν η ίδια αν δεν είχε περάσει από τη ζωή της, αλλά αφού δεν ήταν εδώ γι αυτήν, καιρός να πατήσει το μεγάλο delete στον σκληρό...




Το MAD έβαλε το Wicked Soul και άρχισε να το σιγοψυθιρίζει όσο ξανανέβαιναν δάκρυα στα μάτια της. Πονάει τόσο όταν αγαπάς κάποιον άπιαστο, που έκατσε όσο χρειαζόταν για να τσιμπήσεις το αγκίστρι του, και μετά την έκανε. Και για τα μετά, θά’πρεπε ν’απαγορεύεται να ξαναϊδωθούν οι πρώην εραστές, αν δεν το έχουν ξεπεράσει και οι δυο. Οσο υπάρχει αυτή η γκρίζα περιοχή που εύχεσαι να παγώσει ο χρόνος και να ξανασμίξετε, έστω για ένα βράδυ, ένα μεγάααλο βράδυ, απαγόρευση. Κανονικά, με νόμο και ποινή. Απαγορεύεται. Βασίλης delete.

Ακουγε τα λόγια του τραγουδιού και παρ’όλο που κρατούσε το ακουστικό στο χέρι να πάρει την Τάνια, το ένοιωθε ότι γλυτρούσε με υπερταχεία σε κατάσταση άπεγνωσμένου ύπνου. Σε πολύ λίγο αφέθηκε, ξέροντας ότι κι αύριο το ίδιο καθήκια θα ήταν όλοι τους. Μπορούσε να τους βρίσει κανονικά λοιπόν αύριο. Σκηνές από τον Χάρρυ Πόττερ σε κάποιο κανάλι άρχισαν να την βυθίζουν σε όνειρο, εικόνες από το κλαμπ, μ’εκείνον ανάμεσα στα πόδια της, τι θα γινόταν αν, πόσο τον ήθελε, όλα με υπόκρουση....

... So lay down on the bed
Cause now I’ve locked the door
And we don’t live out there no more

I’m a weirdo in your bedroom
And I can’t see you in the dark

Tonight’s the night I shed my wicked soul
I take it out on you and watch you lose control

Tonight’s the night I shed my
Tonight’s the night I shed my
Tonight’s the night I shed my wicked soul

My wicked soul...


(Συνεχίζεται)