22.9.06

Μαρία - Εκτο Πρίσμα: η Μ.

Εκλαιγε όλη νύχτα...

Γαμημένη.

Με την κακή έννοια.

Απ’όποια μεριά κι αν το έβλεπε...

Ντροπιασμένη, αβοήθητη, φτυσμένη. Τι να το κρύψει, γαμημένη. Απ’όλους τους...

Ηταν ήδη σήμερα. Είχε περπατήσει πάρα πολύ. Ολη μέρα στο δρόμο...

Η Μαρία σωριάστηκε σ’ένα παγκάκι κοντά στο ποτάμι, και προσπάθησε να μαζέψει τους σκόρπιους λογισμούς της, που έτρεχαν αλλόφρονες να την κανουν, πριν τρελλαθεί.

Ηταν από τις στιγμές που έλεγε «τώρα το χάνω, ναι, ΤΩΡΑ είναι μία πολύ καλή στιγμή να το χάσω, μια και δεν έχω τίποτε άλλο στον κόσμο να κάνω, εκτός από το να το χάσω κι αυτό, μπας και πάψω να πονάω...»

Ηταν νηστική και δεν το ένοιωθε, ήταν ξάγρυπνη και δεν την ενδιέφερε, ήταν άδεια, όχι, αδειασμένη και δεν ήξερε τι και πώς έπρεπε να νοιώσει πλέον...Πώς...? Πώς να ήταν θε μου χτες το βράδυ, να γινόταν η μεγάλη αλλαγή? Γιατί ξημέρωσες τη μέρα!

Γύρω της απλοί, καθημερινοί άνθρωποι σε απλές, καθημερινές ζωές, ήλιος, δέντρα, παιδιά, η ζωή απ’την οποία κόπηκε. Πώς...? Δεν μπορούσε να καταλάβει πώς γινόταν να κλείνει τα μάτια και να βλέπει μέσα της ένα τεράστιο κενό, να χάσκει απ’άκρη σ’άκρη, με τίποτε για να το γεμίσει... Δάκρυα, και τα τελευταία τα έκλαψε πριν από λίγο, δεν είχε άλλα.

Σώνει.

Σε λίγο θα τα ξανάρχιζε, αλλά για λίγο, παύση...

Οπως σε θάνατο δικού σου, που τον έχεις κλάψει να λιώνει, να το ξέρει , να το ξέρεις, μετά να τον έχεις κλάψει που σε κοιτάζει (κλείνοντάς σου το μάτι ευχαριστώντας σε για το ψέμμα), και να τον έχεις κλάψει και νεκρό πριν το πανηγύρι της κηδείας... Τέτοια παύση.Τα δάκρυα βγήκαν όλα μαζί, τόσα πολλά που νόμιζε ότι αυτό ήταν, χτύπησε πάτο, έκλαψε σε λίγες ώρες όσο μπορεί να κλάψει κανείς άνθρωπο δικό του. Δε μπορεί, τώρα πλατώ, enough is enough… Είχε από δω και πέρα όλο το χρόνο του κόσμου να κλάψει όσο ήθελε η καρδιά της. Για λίγο στοπ...

Μα πώς όταν στο πανηγύρι με τον κόσμο να λυπάται (έτοιμο για το απέναντι καφενείο και τον καφέ), εσύ βλέπεις το φέρετρο να μπαίνει στο χώμα, το φέρετρο που μοιάζει μικρό κουτί (πώς χωρά ολόκληρος άνθρωπος εκεί μέσα?) κι εκεί ΠΑΝΤΑ σου έρχονται τα τελευταία δάκρυα, τα καυτά, της αγάπης?

Ετσι κι εκείνη, ήξερε ότι θα έρθουν μόλις καταλάβει ότι αυτή η αγάπη ήθελε θάψιμο, όχι βωμό. Που θρηνεί τον άνθρωπο που δεν θα ξαναδεί ποτέ της. Τον άνθρωπο, που όσα δάκρυα αγάπης και να χύσεις, δεν ξανάρχεται, τελεία και παύλα.

Γύρω της γελια, καυγαδάκια, τρεχάλες, γιάπηδες, ποδηλάτες, η ζωή, η ζωή να κάνει επίδειξη... Να της βγαζει γλώσσα και να χαμουρεύεται...

Α ρε Μαρία, έπαιξες κι έχασες... Τι να μου κανουν τώρα όλοι τους, τι?...

Ο Βασίλης, τι να μου πει κι αυτός, τι παράπονο να έχω, αν και με διαολόστειλε, μα χίλια δίκια – γι αυτόν δεν είμαι παρά μια πουτάνα που πήγε με τον Αγγελο. Που πήγα σαν ηλίθια μαζί του, και μετά έτρεξα να του κλαφτώ, μη τυχόν και δε γυρίσω και το μαχαίρι τρεις βόλτες...

Α ρε Βασίλη, καλό μου αγόρι, σόρρυ που σε πληγώνω έτσι... Μακάρι ν’αγαπούσα εσένα, και να έληγε εκεί το θέμα. Γίνεται όμως, δε γίνεται. Ποιός δίνει εντολές? Πώς να σ’αγαπούσα? Κι όσο κι αν σήμερα που σε χρειαζόμουν, που ήμουν πραγματικά «κάτω», φερθηκες σα μαλάκας & μ’έδιωξες, το καταλαβαίνω... Τωρα το καταλαβαίνω...

Α, κι ο γιατρός... Ελεγα, έλεγα, έλεγα και μ’αντιμετώπιζε τοσο ψυχρά επαγγελματικά & τόσο υπεράνω, που δε μπορούσα να τα πω όπως θα ήθελα... Α ρε ντόκτορ, τι να μου πεις κι εσύ, σαν κι εμενα βλέπεις δεκάδες, τι να πρωτογιατρέψεις, ποιες συγκρούσεις, εδώ μου διαλύθηκε το σύμπαν, πώς θα μαζέψεις τα κομμάτια μου? Κι εσύ ρε καθήκι κλεφτρόνι, ήταν ανάγκη να με κλέψεις σήμερα? Τοσα χρόνια, τόσες φορες που ήμουν στα χαι μου, δε μπορούσες τότε? Κόντεψες να με πετάξεις κάτω. Τι ήθελες μωρέ, να σου το’δινα, τα λεφτά μου, σιγά τα φράγκα, να’χα να σου δώσω και τα υπόλοιπα, να πιάσουνε τόπο, εγώ τι να τα κάνω πια...

Από μακρυά έβλεπε το περίγραμμα του βαρκάρη («άμα δε γουστάρεις, περίμενε το πλοιάριο» ύφος, του μπουρτζόβλαχου που την ειχε δει αφεντικο, μιας κι ήταν ο μονος που εβγαινε με «καιρό». Στο ποτάμι με λίγα παρακάλια θα την περνούσε απέναντι, αλλα φραγκοφονιάς του κερατά. Αλλη φορά θα είχε γινει έξαλλη μαζι του, να της αρνηθεί το πέρασμα ο χωριάταρος, ο κρετίνος με το μάτι να παίζει, ο σκατο λιγούρης... Σημερα τον κοιταξε καλά-καλά & της πέταξε αυτό που είχε μαθει ο παπάρας απο κάτι τουρίστες, το «νου μανιι, νου χανιι» (σημ. no money, no honey) – σε άλλη περίπτωση θα γελούσε με τη... μονοκοψιά του, «ουχι χουρίς λιιφτά», αλλά σήμερα απλώς... all in all it’s just a-nother brick in the wall…

(φλασιά, όταν το’χε δει σαν ύνμνο της νιότης της, σαν κορώνα στο μέλλον που τότε της ξημέρωνε φρέσκο, να του αρπαξει δαγκωνιά μεγάλη, ωδή στο μόνο που σε σώζει, τον έρωτα...).

Ποιός θα την πήγαινε απέναντι, που όλοι ειχαν «δέσει» από χτες? Ποιός θα την πήγαινε οπουδήποτε δηλαδή... Το πιο εκμηδενιστικό συναίσθημα, να φεύγεις δαρμένη και να μην έχεις πού να πας – και πώς να πας εκεί..Ποιός της είχε πει «θάρρος δεν είναι να πεθαίνεις ηρωικά για κάποιαν σου υπόθεση, αλλά να ζεις ταπεινά γι αυτήν»? Ε, δεν ήταν θαρραλέα, ποτέ της δεν ήταν και σήμερα ρετάριζε, ρετάριζε πολύ. Συγκεντρώσου Μαρία, συγκεντρώσου...

Τι να συνεχίσω όμως όταν ο Αγγελος δεν ήταν και δεν θα είναι μαζί μου ποτέ? Και για χτες, για λίγο μόνο νόμιζε ότι τον είχε, αφού τελείωσαν, έτσι όπως έγειραν στο κερεβάτι (αλήθεια, πόσο ιππποτικό να της κρατά με το χέρι του το βάρος της όπως έγερναν, σα να κρατούσε μωρό, λες και θα χτύπαγε πέφτοντας ανάσκελα στα μαξιλάρια)... Ηταν από πάνω της, ανακατεμένα μαλλιά, γλυκός, η μία άκρη στο στόμα του λες κι έσκαγε χαμόγελο, κι έτσι όπως την κρατούσε, την κοίταξε βαθειά στα μάτια, τη ζύγισε εκεί, έκλεισε τα δικά του και την φίλησε σχεδόν μ’αγάπη. Σχεδόν. Ο,τι πιο κοντά έφτασε ποτέ μαζί του. Και μετά μόλις το τέλειωσε το φιλί του, της χαμογέλασε, ρολάρισε στην άλλη πλευρά, κι αυτά...


« Ο Αγγελός μου, ο Θάνατός μου, εσύ....»Τίποτε πια δεν θα ήταν το ίδιο, ποτέ. Και δε σκεφτόταν το πώς θα ζούσε, το αν θα ζούσε- ήταν ήδη εκεί, ΔΕΝ ζούσε, δεν το ζούσε, απούσα κι από κείνην...Τι θα έκανε, θα έμενε στο παγκάκι? Αρχισε να κρυώνει (τι αστείο, ρε σώμα εδώ μας έχουνε σκίσει στα τέσσερα, κι εσύ μου κρυώνεις? Μου υπενθυμίζεις πόσο εύκολα πληγιάζεις, παλιο- παλιο-...)

Πώς να σηκωνόταν, τι να γύριζε σπίτι να κάνει?

Σχέδιο?

Ο έρωτάς της ο μεγάλος δε γούσταρε, κι όλοι οι άλλοι απλώς δεν υπήρχαν... Κ

άτσε ν’ανοίξω ατζέντα να ειδοποιήσω για το τραπέζι και την εκδρομή ότι δεν θα πάω- μην τους ανησυχήσω πως ψάχνω να βρω γέφυρα να πηδήξω... (αστείο, στους μεγάλους χαμούς αυτά που μας κρατάνε είναι τα μικρά κι ηλίθια, να κάνουμε το τάδε τηλεφώνημα ή την τάδε μικρή δουλίτσα – κι ας πας γι’αυτοκτονία εσύ..).

Ψαχούλεψε στην τσάντα της, έβγαλε ένα ημερολογιάκι, διαφημιστικό. Α ρε Μαρία, καμμία γκλαμουριά ούτε στη λεπτομέρεια... Και στυλουδάκι (κι αυτο διαφημιστικό), κι άρχισε να το φυλλομετράει , να δει τα προς ακύρωσιν, και ν’αρχίσει να συζητάει με τον εαυτό της πότε θα ήταν μια ωραία μέρα για να εγκαταλείψει τα εγκόσμια...

Ωσπου το είδε: προηγούμενη περίοδος τότε. Επόμενη, σε 14 ακριβώς μέρες. Ρολόϊ την είχε, & τώρα αυτό σήμανε ότι... Δεν το πιστεύω, χτες ωορρηξία! Με τον Αγγελο κάθε άλλο παρά προφύλαξη, άρα?...

Κι αν έκανε λάθος?

Καλά, η προοπτική αυτή είναι τρισάθλια αν την κρατήσεις για εκβιασμό, αλλά εκείνη ήταν σίγουρη εδώ, πέρα για πέρα ότι θα ήταν για κείνη μόνο, ένα κομμάτι του Αγγέλου ολο-δικό της, κι αν ήθελε...Πωπωωω, πρέπει να περάσω απέναντι οπωσδήποτε – και βαρκάρηδες τζίφος, οπότε θα περάσω έτσι...

Βγάζει ρούχα – το ποτάμι βρυχήθηκε – άντε καλά, της φάνηκε.. Επρεπε να περάσει απέναντι, να δει τι θα έκανε – τη ζωή της μπορούσε να την πετάξει κι εκεί, στο σπίτι της, όχι σαν κλοσάρ στο παγκάκι... ΟΚ, κρύο λίγο το νερό αλλα τι κολυμβήτρια ήταν για χρόνια... Θα την κανω την τρέλλα, έτσι ή αλλιώς δεν διακινδυνεύω τίποτε!

Και τη συνέχεια την ξέρετε...

GAME OVER!