Μαρία - Τρίτο Πρίσμα: ο Π.
Χμ, εμ.... γκχ-γκχ... Ραντιβουδάκ’? Ραντιβουδάκ’? Ξέρ’ς μουρέ κουπιλλιά, ιέχει βαρύν’ τούρα βραδάκ’, ιέρχετι κι μπουρίν’, σι καμμιά ούρα θα ρίχν’ καρεκλουπόδαρα, άσι που θα σηκουθεί κι αέρ’ς, τι αέρ’ς, τυφούνας που λέν’, χι χι...
Κοίτα νά’σι καλά ντυμέν’, γιατί μιτά θα μας πάρ’ ου διάουλ’ς, θα σηκούσ’ κύμα κι στου πουτάμ’, τι κύμα, ούλους θα μας σκιπάσ’, γι’αυτού στου λιέου, να προυσέχ’ς ικεί που θ’ πας...
Ιέχεις αγόρ’? Καλά, του αμίλητου νερού......
Κοίτα, φουσκονιριάζ’, νύχτουσ’ κι – χμ, καλά......
Καλά ιε? Ευτυχούς που ιέχω κι κούρνα (ΜΠΙΙΙΙ-ΜΠΙΙΙΙ!) κι φανάρ’ κι ιέτσ’ μι γλιέπουν, ιέτσι που σήκουσι ου καιρούς, μπουρεί να πίσουν πάνου μας, χαρ-χαρ, Αλλά μασάει ο Λιεχτέρ’ς?... εεεε, καλά, ναι, μπφ......
Χάιντι, φτάκαμι, κοίτα μη κρυούσ’ς, κι είσι κι ουμουρφούλα, ιεγώ ιδώ θα είμι, άμα μι θιες μετά, ιεκτούς αν μου κάτσει κάνα ιέκτακτου, ναι, αλλά θα ξαναγυρίσ’, μήπους μι χρειάζισ’ τίπουτα... τρια τάλληρα, ναι γειά σου, α-χα, α-χα, σαν του τραγούδ’ μι τουν καρουτσιέρ’, αντιε, στου καλού, (γαμού τη γκίνια μου, γαμού, ούτε μπουρμπουάρ, γυναίκις σου λέει) ναι, ναι, γεια σου...
Ρε τι’ν’τούτις, νυχτιάτικ’, χειμωνιάτικ’.. Βούλτες κι πιράσματα... Α ρε ξύλου που θέ’τε ούλεεεες! Τσκ-τσκ, τσούλες!(το «τσούλες» κανονικό, όχι «τσόλες»!).