28.9.06

Μαρία - Δεύτερο Πρίσμα: ο Α.

Τοκ-τοκ!

(Ποιός διάολος είναι τέτοια ώρα γαμώ το φελέκι μου γαμώ?!).

Ανασηκώνεται από το παπλώματα (κόντεψε να φάει και τα μούτρα του), μπουρδουκλώθηκε να βάλει ένα παντελόνι,

«Τοκ-τοκ-τοκ!»

«ΜΙΣΟ, ΕΡΧΟΜΑΙ!» σιχτίρισε.

Μουρτζουφλιασμένος, πάτησε κατά λάθος τον γάτο στα σκοτάδια (μιάαααρ!) και ξεμαντάλωσε.
Νύχτα καταιγίδα – η Μαρία επίσης καταγίδα. Ορθια, να τρέμει (κλαμμένη?).

«Ελα μέσα» την έπιασε από το μπράτσο προστατευτικά κάπως (τώρα κουφάθηκα – τι θέλει αυτή τέτοιαν ώρα?...). Προχωρούσε από πίσω της κάνοντας λίγο χώρο να μπορεί να καθίσει, κώλος ήταν, σα χαμένη– τι σκατά έπαθε πάλι?

«Να σου βάλω κάτι να-»

και δεν πρόλαβε ν’αποσώσει την ερώτηση, η Μαρία γύρισε απότομα και αρπάζοντάς του το πρόσωπο, του έχωσε από αυτά τα φιλιά όλο γλώσσα, όλο δύναμη και καύλα – όπα, τι γίνετ’εδώ?

Ανταποκρίθηκε (μαλάκας ήταν?) να δει πού θα το πήγαινε – κι εκείνη τον φιλούσε, τον κοίταζε (όταν τ’άνοιγε βεβαια) χωρίς να τον βλέπει (αυτό το καταλάβαινε, κάτι πιο άγριο συνέβαινε), τον χάιδευε, τον ζούλαγε, τον ρούφαγε, πήγαινε να της μιλήσει και του έκλεινε το στόμα με φιλιά (ε, σου πηδάει ο άλλος το επιχείρημα με τη γλώσσα του στο στόμα σου, όσο νά’χει), προσπαθούσε να μην ανταποκριθεί ακριβώς (εντάξει, καλό μουνί αλλά δεν τρελλαίνομαι κιόλας) και το σώμα του είχε μπει σε φάση «παίζω- να δω αν θα μου σηκωθεί αρκετά» κι όχι «ήρθες επιτέλους - σε περίμενα μια ζωή».
Η Μαρία το καταλάβαινε αυτό.

Καταλάβαινε ότι δεν είχε τη δύναμη να του ρημάξει τη ζωή.

Ούτε να τον κάνει να παραδοθεί άνευ όρων για πάντα. Ομως έπρεπε να του δείξει πώς θα ήταν εάν...

Το φλογισμένο της κορμί, η τελευταία ζαριά, μπας και τον συγκινούσε και τον έκανε να κολλήσει, όλοι οι άντρες το ίδιο δεν ήθελαν απ’αυτήν?




«Μωρό μου, μωρό μου, μωρό μου» από μέσα της, «έλα να σου μιλήσω μ’ό,τι έχω...» απ’έξω της… Παράφορα, δεν μπορούσε να τον γδύσει αρκετά γρήγορα, καιγόταν, έλιωνε, τουλάχιστον εκείνος ανταποκρινόταν...
(Χμ, καλή είναι, ωραίος κώλος, κοίτα να δεις φίλε μου), ο τύπος δε πίστευε την τροπή που έπαιρνε η βραδιά. Επρεπε όμως να σταματήσει τη φάση για να εξηγηθούν λιγάκι, οι γυναίκες ειναι μυστήριες, και μπορεί αύριο να του ζήταγε και δεσμεύσεις, άσε να καλύψει τα νώτα του.

«Ε, χμ, Μαρία» ξεκολλάει, σκουπίζει σάλια, προσπαθεί να ανακαθίσει

Η Μαρία αναδιπλώνεται για λίγο, προσπαθεί να ανοίξει τα μάτια και τ’αυτιά της, ξέρει τι θα πει, το ήξερε απ΄την πρώτη ώρα που το έπιασε στο βλέμμα του πριν λίγο καιρό, μα... Χαμένη ήδη. Το ξέρει. Πυρπολημένη, καμμένη, ληγμένη. Αλλά δε μπορεί να κλάψει – έχει και κάτι ακόμη να δώσει, το τελευταίο μα τελευταίο της χαρτί, να το παίξει , τουλάχιστον να συνθλιβεί ηρωϊκά.

«Ξέρεις Μαρία, εγώ-»

«Μη μιλάς, στο παρακαλώ».
Του κλείνει το στόμα με τα δάχτυλά της ( λίγο θεατρικά είν’η αλήθεια). «Δεν ήρθα εδώ για λόγια. Ο,τι είναι να μου πεις, μου το’χεις πει ήδη. Ο,τι δεν έχεις πει ακόμη, κι αυτό ελήφθη».

Σταματάει. Καταπίνει. Προσπαθεί να μην κλάψει. Να κρατήσει τη στιγμή, ο τρόμος της ότι δεν θα έχει άλλες στιγμές ν’αναπνέει τον ίδιο αέρα μ’εκείνον την έχει παραλύσει. Συγκεντρώσου... Δε μπορώ, πονάνε τα μηνίγγια μου. Βαθειά ανάσα, τα δάκρυα για λίγο κατρακύλισαν πάλι πίσω. Δεν πιστεύει ότι θα την γονάτιζε έτσι.

«Ξέρω, έχω βρεθεί κι εγώ εκεί που είσαι τώρα, τι νόμιζες? Μοιράζω κι εγώ καλές χυλόπιτες ξέρεις. Αλλά να...»

Πονάει πολύ.

Είναι στο σημείο που πλέον δεν έχει νόημα να κρατήσεις τα προσχήματα. Η τον εγωϊσμό σου (τι ανέκδοτο!). Σηκώνεται, σιάζει λίγο τα ρούχα της - ευτυχώς που δεν γδύθηκε (να τρως φτύσιμο και να είσαι και ξεγύμνωτος τσούζει ακόμη περισσότερο!). Κοιτάζει από την άλλη, πλησιάζει στο παράθυρο.

Τι ειρωνεία, τέτοιος καιρός να λυσσομανάει έξω, ιδανικό σκηνικό για να κάνεις έρωτα ενάντια στο σύμπαν, κι εκείνοι να παίζουν τις κουμπάρες...

«Δώσε μου μια ευκαιρία» του λέει, χωρίς ακόμη να τον κοιτάζει. Εκείνος κάνει λίγα βήματα να την πλησιάσει. Είναι πολύ προστατευτικός εκείνη την ώρα, καταλαβαίνει ότι την έχει λιανίσει – βαριέται την ευθύνη, αλλά δεν είναι και για να την πληγώσει παραπάνω.

«Ρε Μαράκι, αφού δε νοιώθω έτσι και το ξέρεις, πού θα καταλήξει αυτό όταν... Χμ, καλά, άμα είναι μείνε τώρα εδώ, γίνεται της πουτάνας έξω, κάτσε να-»

«Δώσε μου μία ευκαιρία. Μου τη χρωστάς. Για όλη την υπομονή που έχω κάνει να σε αγαπάω από μακρυά, να σε βλέπω και να τρελλαίνομαι στη σκέψη ότι εμένα δε μ’αγαπάς....».

Γυρίζει να τον βλέπει. Στέκεται μπροστά του & γυαλίζουν λυπημένα τα μάτια της. Αναπνέει ρηχά και σφίγγει τα σαγόνια στις παύσεις.

«Κι όχι μόνον αυτό, αλλά δεν είναι που έχεις καποιο πρόβλημα, να είσαι ας πούμε μετέωρος, να είσαι ανέτοιμος, να περνάς μια φάση με τον εαυτό σου.»

Βουρκώνει και χαμηλώνει το βλέμμα. «Απλώς δε γουστάρεις αρκετά!» Ωχ, τα πρώτα δάκρυα-προδότες.

«Μου δείχνεις απόμακρος, ενώ ξέρω πως αύριο κιόλας μπορεί να δεις μια γυναίκα και να ξετρελλαθείς, να την ερωτευτείς τόσο πολύ που να την κυνηγάς για πάντα, μια οποιαδήποτε, που μέχρι χτες δεν την ήξερες, και να παρατήσεις τη ζωή σου γι’αυτήν!...» Σταματάει, να καταπιεί το κλάμμα που έρχεται καλπάζοντας.

Ψιθυρίζει «Σ’αγάπησα από την πρώτη μέρα που σε είδα. Γιατί αναγνώρισα το πρόσωπό σου. Γεννήθηκα μ’αυτό τυπωμένο στην ψυχή μου κι απλώς δεν το θυμόμουν. Σε είδα και παφ!...».



Δε μπορεί άλλο, βάζει τα κλάμματα. Οχι τα λυσσασμένα, της διεκδίκησης, αλλά τα ανήμπορα, της απελπισίας, που εκλιπαρούν ... Τα μόνα που σου μένουν όταν παραδώσεις τον εαυτό σου στον άλλον – σκιές στον γυμνό τοίχο, να θυμίζουν πού ήταν κρεμασμένα τα κάδρα όταν η αγάπη έμενε εδώ...

Την αγκάλιασε. Τι άλλο να’κανε δηλαδή... Τη λυπόταν, την συμπαθούσε, του άρεσε, δε λέω, και τώρα έκλαιγε – γαμώτι μου, τι ύπουλο το γυναικείο κλάμμα, σε αφοπλίζει, σε μειώνει σε εντελώς μαλάκα αν δεν πάρεις την άλλην αγκαλιά τουλάχιστον σα σπουργίτι – σπασμένες φτερούγες and all…

Δεν προσπάθησε να της μιλήσει, δεν είχε νόημα. Ούτε να της φιλήσει τα δάκρυα ας πούμε. Too much. Της σήκωσε απλώς το κλαμμένο της πρόσωπο με το χέρι του (μάτια μες τ’αυλάκια), και τη στιγμή που της σήκωσε με τα μάτια του και το βλέμμα της, ακριβώς εκείνη τη στιγμή, της σφράγισε το στόμα.

Και άρχισε να μιλάει το ένστικτο, να τον ξεκουφαίνει.

Αυτός, αυτή, γαμήσι.


Κι εκείνη γραπώθηκε απο τη στιγμή- ήξερε πως ο χρόνος μετρούσε ανάποδα. Ηλπιζε μήπως με κάθε κίνηση, με κάθε γλύψιμο, με κάθε φιλί και βογγητό τον έσερνε λίγο στη μεριά της.

Πώς είναι να μην είναι το σώμα σου αρκετό για να δείξεις τη λατρεία σου στον άλλον...
Πώς είναι να μην έχεις χέρια και πόδια αρκετά να τον τυλίξεις...

Πώς είναι να έχεις μία, μόνο μία λεκάνη να τον χωρέσεις και τίποτε απ’αυτά να μην είναι big enough...

Να το χάνεις και τι σε νοιάζει αν μείνεις μισή, ή καθόλου, να ξέρεις ότι αυτό είναι, ΑΑΑΥΤΟ και ξέφυγες, ε, ΑΥΤΟΣ, αυτή, παράνοια!



Και μετά ΤΟ μπουρδέλλο...


Εκείνος ξεμπουκωμένος, βαριεστημένος, έτοιμος να ξεραθεί στον ύπνο, ήθελε να ξεμπερδεύουν με τα διαδικαστικά. (Της εξήγησα άραγε αρκετά ή τώρα θα έχουμε σκηνές? )

Τσιγάρο...

Εκείνη ακίνητη. Ο χρόνος της τελείωσε. Ξέμεινε από χαρτιά, από ζαριές, από ελπίδα.

Και στο γιαπί που άφησαν φεύγοντας αυτά, κατάληψη η αγάπη της γι’αυτόν. Τόσο μεγάλη που νόμιζε ότι θα εκραγεί και μόνον που τη σκεφτόταν... Δεν τολμούσε να μιλήσει, μη χαλάσει τη στιγμή (ποιά στιγμή? Πλέον...). Ο,τι και να έλεγε ή έκανε πια θα ήταν εξ’ορισμού λάθος.

Ενάντια.

Ντροπιαστικά ματ...

Δεν είχε πολλές επιλογές – την εξής μία – να σηκωθεί να φύγει, τουλάχιστον να γλυτώσει την μαλακία του να τον έχει χορτάτο δίπλα της να ροχαλίζει... Από βαρυστομαχιά της δικής της ολόκληρης της ύπαρξης...

Σήκω Μαρία, αυλαία, δεν τον φέρνεις, ΔΕΝ...

(Υπάρχει κάτι πιο θλιβερό από το να σου βγαίνει η ψυχή ξεχασμένος από Θεό κι ανθρώπους στο ράντζο? Ναι, το να έχεις στις αποσκευές σου τις χιλιάδες φανταστικούς διαλόγους που έχεις κάνει με τον άλλον, να προσπαθείς να του πεις το ρεζουμέ κάνοντάς του απέλπιδο έρωτα, ξέροντας ότι εκείνος το διασκεδάζει απλά. Ναι, αυτό πλησιάζει... Με ξεφτίλα on top).