8.3.07

Μετά το τηλεφώνημά σου.





Εντάξει, επιτέλους γύρισες. Και ξέρεις ότι πεθαίνω να συνεχίσουμε από κει που το αφήσαμε. Ετσι ή αλλιώς όλα εδώ είναι, όσο ίδια τ'άφησες. Και τόσο διαφορετικά βέβαια, γιατί είμαστε κι οι δύο στις τελευταίες ζωντάνιες μας. Γεννηθήκαμε αλλιώτικοι, τώρα παράγινε. Το μόνο που μας συνδέει, είναι που ξέρεις το κορμί μου και τι μπορεί να σου κάνει σε ένα βράδυ. Το δικό σου δε μου το έδειξες ποτέ ολόκληρο. Δεν εννοώ φυσικά το έξω κορμί, αυτό το είδα αμέσως. Κι ας φορούσες δέκα ρούχα. Μιλάω για το μέσα το κορμί, αυτό που έχεις για να πηδάς. Το φυλάς ακόμα, λες κι αν τ'αφήσεις να δοθεί, δε θα το ξαναπάρεις πίσω.

Μη φοβάσαι, δικό σου είναι. Για όσο θέλεις. Ορίστε, θα κάτσω εδώ να αισθάνεσαι ασφαλής. Να μπορείς να πλησιάσεις όπως θες. Πάρε και το κλειδί. Ναι, του σολ. Της μάσκας, του σπιτιού, όπως θες πάρ’το. Πάρ’το όμως. Και πού ξέρεις? Αν αφεθείς μπορεί να γυρίσεις σπίτι μ'ένα ακόμη κορμί δίπλα στο δικό σου. Να σε ζεσταίνει όπως δεν σε ζέστανε κανείς ποτέ σου. Μόνο όχι σήμερα. Πρέπει ν' αδειάσω πρώτα από όλους.

Εσύ δεν είσαι για λίγο. Αλλά δεν έχω πολύ χρόνο ακόμη να στο δείξω. Ο,τι είναι να γίνει, πρέπει να το κάνω γρήγορα. Μέχρι να σε δω. Και τότε πρέπει να κάνω το χρόνο να σταματήσει και να μας κοιτάξει. Και να δει πως είναι κρίμα να κυλήσει και να μας κόψει.

Πολλά μου ζητάς. Είναι μόλις Πέμπτη ξημέρωμα.

Ν’αδειάσω απ’όλους. Απ’όλους τους. Γιατί σε θέλω για επέλαση.